ΣΕΡ ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ (7 Ἰουλίου 1903 -1η Νοεμβρίου 2000) – Ο ΕΠΙΦΑΝΕΣΤΕΡΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Δρ. Φίλ. ΜΑΡΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γ. ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ

 

ΑΘΗΝΑ 2023

 

 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

 

Μὲ τὴ συμπλήρωση εικοσιτριών χρόνων ἀφότου ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ  σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ διασημότερος καὶ ἐπιφανέστερος βυζαντινολόγος, Sir James Cohran Stevenson Runciman, ἀφιερώνεται σ’ αὐτὸν ἡ μικρὴ πραγματεία, εὐγνωμοσύνης ἕνεκεν.

Μὲ ἀριστοκρατικὴ καταγωγή, ἀπὸ εὔσημη βρετανικὴ οἰκογένεια, μὲ λαμπρὲς σπουδὲς ἱστορίας στὸ Trinity College τοῦ Cambridge, μὲ δάσκαλό του τὸν κορυφαῖο βυζαντινολόγο τῆς ἐποχῆς του, τὸν Bury, μὲ γνώση ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν καὶ ἀνατολικῶν γλωσσῶν, μὲ ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γλώσσας, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν, διέσχισε τὴν οἰκουμένη γιὰ ἔρευνα, μελέτη καὶ διδασκαλία σὲ Πανεπιστήμια καὶ ἄλλες μορφωτικὲς καὶ πολιτιστικὲς ὑπηρεσίες, ὡς «περιπλανώμενος λόγιος», μεγάλου πνευματικοῦ διαμετρήματος.

Ἡ δίψα του γιὰ μάθηση καὶ ἔρευνα ἄσβηστη, ἡ θέλησή του ἀτσάλινη. Πρὶν συμπληρώσει τὸ 30ο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ δίδαξε Βυζαντινὴ Ἱστορία γιὰ τρία χρόνια στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα Πανεπιστήμια τοῦ κόσμου. Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ἀνέσυρε ἀπὸ τὴν ἀφάνεια τὸ Βυζάντιο καὶ τὸν πολιτισμό του, ἀγάπησε τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μὲ πάθος, ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία βαπτιζόμενος στὸ Ἅγιον Ὅρος.

Ἀπέδειξεν ἐπιστημονικὰ πὼς ὁ κλασικὸς κόσμος ἀναδύθηκε καὶ ἐπιβίωσε τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ καταστάσεων μέσω τοῦ Βυζαντίου. Τὸ 1917 μοιράσθηκε τὸ βραβεῖο Ὠνάση γιὰ τὸν πολιτισμὸ καὶ διέθεσε τὸ χρηματικὸ ἔπαθλο ποὺ συνοδεύει τὸ βραβεῖο αὐτὸ γιὰ τὴν ἀναστύλωση τοῦ βυζαντινοῦ πύργου τοῦ Πρωτάτου στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἡ πλειάδα τῶν ἔργων τοῦ ἀποτελεῖ παγκοσμίως, πνευματικὸ θησαύρισμα καὶ καταπίστευμα. Ὁ Σύλλογος Anglo-Hellenic ἀπονέμει κάθε χρόνο βραβεῖα Ράνσιμαν πρὸς τιμήν του, γιὰ βιβλία ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ράνσιμαν, ἀπολαμβάνει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν παγκόσμιο σεβασμὸ καὶ τὸ ὄνομά του ταυτίστηκε μὲ τὸ Βυζάντιο. Δικαίως τοῦ ἀπενεμήθησαν σπουδαῖοι ἀκαδημαϊκοὶ τίτλοι καὶ ὑψηλὲς διακρίσεις, ὑπῆρξεν δὲ ἐκτὸς τῶν ἄλλων μέλος τῆς Βρετανικῆς Ἀκαδημίας καὶ ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ ἐπίτιμος διδάκτορας διαφόρων Πανεπιστημίων τοῦ κόσμου.

Τὰ λόγια του διαχρονικά, ἀποτελοῦν ὑποθήκη γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν κόσμο.

Ἀπομονώνουμε μόνον δύο παρατηρήσεις του ἀπὸ τὸ πλούσιο πνευματικό του μεταλλεῖο. «Ἡ ὀρθοδοξία διατήρησε τὸν ἑλληνισμὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν  μαύρων αἰώνων. Ὁ Ἑλληνισμὸς πρόσφερε ἐλπίδα πάνω στὴ Γῆ».

Κι ὅταν τιμήθηκε ἀπὸ τὸ δήμαρχο Ἀθηναίων, εἶπε μεταξὺ ἄλλων, τὰ ἑξῆς: «Θὰ ἤθελα νὰ πῶ στοὺς Ἕλληνες ἕνα μήνυμα: Νὰ θυμοῦνται ὅτι τὸ παρελθὸν τοὺς πολλὲς φορὲς ὑπῆρξε σκοτεινό, ἀλλὰ ὅταν τὸ παρελθὸν εἶναι σκοτεινότερο, ἀκριβῶς τότε εἶναι καὶ ἠρωϊκότερο. Τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ὑπῆρξε σταθερὸ καὶ ἀμετακίνητο, διότι κατάφερε νὰ ἐπιβιώσει μέσα ἀπὸ αἰῶνες σκλαβιᾶς, χωρὶς ποτὲ νὰ κατασταλεῖ ὁ Ἑλληνισμός».

Ἐξάλλου, ἀναφερόμενος στὴν βυζαντινὴ τέχνη, εἶπε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες σχολὲς τέχνης παγκοσμίως καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ὑπογραμμίζοντας τὸν κοινωνικό της ρόλο, εἶπε ὅτι ἡ βαθμολογία ποὺ θὰ ἄξιζε στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἦταν ἰδιαίτερα ὑψηλή.

Εἶπε ἐπίσης ὅτι, θὰ ἀναπαυόταν, ἂν ζοῦσε τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου, σὲ κάποιο μοναστήρι, ζώντας ὅπως πολλοὶ μοναχοὶ ζοῦσαν, μία ζωὴ διανοουμένου, χωμένος στὶς θαυμάσιες βιβλιοθήκης ποὺ διέθεταν τὰ μοναστήρια.

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, ὁ διαπρεπέστερος βυζαντινολόγος τοῦ κόσμου, ποὺ πρόβαλε τὴν Ὀρθοδοξία, τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὸ Βυζάντιον ὅσο κανείς, παγκοσμίως, μελετᾶται συνεχῶς, γιὰ νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐμπνέει. Σίγουρα, τοῦ ὀφείλουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας.

 

————————–
Σερ Στῆβεν Ράνσιμαν (7 Ἰουλίου 1908 – 1η Νοεμβρίου 2000)

Ὁ ἐπιφανέστερος Βυζαντινολόγος τοῦ 20ου αἰώνα

καὶ λάτρης τῆς Ὀρθοδοξίας

 

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 

Συμπληρώθηκαν φέτος δεκαπέντε χρόνια ἀφότου ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ  σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ διασημότερος καὶ ἐπιφανέστερος βυζαντινολόγος καὶ ἐκπρόσωπος τῆς βρετανικῆς μεσαιωνολογίας, Σὲρ Τζέημς Κόχραν Στήβενσον Ράνσιμαν (Sir James Cohran Stevenson Runciman).[1]

Ὁ παπποὺς τοῦ Σὲρ Οὐόλτερ Ράνσιμαν (1847 – 1937), μεγαλοεφοπλιστὴς καὶ Λόρδος, ὁ πατέρας τοῦ πολιτικὸς καὶ ὑποκόμης τοῦ Doxford, δὲν κληρονόμησε ὅμως ὁ ἴδιος ὡς δευτερότοκος κανέναν ἀπὸ τοὺς παραπάνω τίτλους, μποροῦσε ὅμως νὰ σεμνύνεται λέγοντας, ὄντας ἀκμαιότατος καὶ εὔχαρις στὸ τέλος τοῦ 20ου αἰώνα, ὅτι γνώρισε προσωπικὰ ὅλους τους Βρετανοὺς πρωθυπουργοὺς τοῦ αἰώνα, ἑξαιρουμένων τῶν Κάμπελ Μπάνερμαν, αὐτὸς πέθανε ὅταν ὁ Στῆβεν ἦταν τριῶν ἐτῶν καὶ τοῦ Μπόκαρ Λόου, ποὺ ὅπως ἔλεγε, «οὕτως ἢ ἄλλως δὲν τὸν ἤξερε κανείς».[2]

Ἐξάλλου, γιόρτασε τὰ 80ά τοῦ γενέθλια παρουσία τεσσάρων βασιλισσῶν.[3]

Σὲ ἡλικία 5 ἐτῶν, διάβαζε καὶ μιλοῦσε ἑλληνικὰ καὶ λατινικά. Ὑπῆρξεν γλωσσομαθής. Κατεῖχε ἄριστα πολλὲς ἀπὸ τὶς ξένες γλῶσσες, ἰδιαιτέρως τὶς εὐρωπαϊκές. Ἐκτός της Ἀγγλικῆς, τῆς μητρικῆς του γλώσσας, ὁμιλοῦσε Ἀραβικά, Περσικά, Τουρκικά, Ἑβραϊκά, Συριακά, Ἀρμενικὰ καὶ Γεωργιανά, προκειμένου νὰ μελετήσει τὶς πηγὲς τῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας.

Τὸ 1921 ὑπῆρξεν καθοριστικὸς σταθμὸς γιὰ τί ζωή του, ἀφοῦ εἰσῆλθε γιὰ σπουδὲς τὴν Ἱστορία στὸ Trinity College τοῦ Cambridge .Ὁ Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν, ὁ ἀναμφίβολα λαμπρότερος μελετητὴς τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του, ὁ ἐπιφανέστερος ἐκπρόσωπος τῆς βρετανικῆς μεσαιωνολογίας ὑπῆρξεν μαθητὴς τοῦ σπουδαίου ἱδρυτῆ τῆς βυζαντινολογικῆς σχολῆς, Τζὸν Μπάγκνελ Μπιούρι (1861 – 1927).[4]  Κατὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν τοῦ ἄρχισε νὰ ταξιδεύει, ἀξιοποιώντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε ἀπὸ τὸν παππού του.[5]

Τὰ πολλὰ ἑλκυστικὰ συνθετικὰ καὶ μεστὰ σὲ ἱστορικὲς εἰδήσεις καὶ γνώσεις βιβλία του, ἔγιναν ἐξαιρετικὰ δημοφιλῆ, μεταφράστηκαν σὲ διάφορες γλῶσσες, ἀνάμεσά τους καὶ ἀρκετὰ στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἔγιναν κτῆμα, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐλέχθη, ἑνὸς εὐρέος φάσματος ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ, ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ ἐξειδικευμένο μελετητὴ – ἐρευνητὴ ὡς τὸν φιλίστορα ἀναγνώστη, ἀφοῦ εἶχε τὸ μεγάλο προσὸν νὰ ἀπευθύνεται μὲ τὴ δυνατή του γραφίδα στὸν αὐστηρὸ καὶ ἐξειδικευμένο μελετητὴ – ἐρευνητή, συγχρόνως ὅμως στὸν ἀμύητο ἀναγνώστη μὲ τὸ ἴδιο ἄμεσο ἀποτέλεσμα.[6]

Ὁ ἴδιος ὁ Ράνσιμαν σὲ συνέντευξη Τύπου ποὺ ἔδωσε στὸ «Βῆμα τῆς Κυριακῆς», ὅταν εἶχε ἔλθει στὴν Ἀθήνα σὲ ἡλικία 94 ἐτῶν, νὰ τιμηθεῖ μὲ τὸ βραβεῖο «Ὠνάση», εἶχε πεῖ: «ἡ μεγάλη μου ἱκανοποίηση καὶ ἀνταμοιβὴ εἶναι ὅτι τὰ βιβλία μου ἐπανεκδίδονται ξανὰ καὶ ξανά».[7]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, ὑπῆρξεν ὁ χαρισματικὸς συγγραφέας, ποὺ θεωρεῖται ἡ μεγαλύτερη αὐθεντία στὸν τομέα του, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνέσυρε τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὴν ἐρευνητικὴ ἀφάνεια καὶ ὁ πρῶτος δυτικὸς ἱστορικὸς ποὺ ἀπομυθοποίησε τὴν ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν καὶ μὲ τὴν ἐπιστημονική του δύναμη ἀπέδειξεν ὅτι ὁ κλασικὸς κόσμος ἀναδύθηκε καὶ ἐπιβίωσε τῶν μεταβαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ κατακτήσεων.[8]

 

Τὸν Ράνσιμαν καταγοήτευε ἡ Μεσαιωνικὴ Ἐποχὴ καὶ σχεδὸν  κανεὶς μέχρι τότε δὲν ἐνδιαφερόταν σχετικὰ μὲ τὴ Μεσαιωνικὴ Ἑλλάδα. Τὸν ἀπασχόλησε ἐπιστημονικὰ ἡ Ἑλλάδα, οἱ γειτονικὲς βαλκανικὲς χῶρες, καθὼς καὶ οἱ Σταυροφορίες, οἱ ὁποῖες ὑπῆρξαν καταστρεπτικὲς μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Ἀνατολικὸ Ρωμαϊκὸ κράτος νὰ ὁδηγηθεῖ στὸν ὄλεθρο καὶ στὴν ὑποδούλωση ὁ Ἀνατολικὸς Χριστιανισμός.[9]

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὁ τρόπος ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν βοήθησε νὰ εἰδικευθεῖ στὶς βυζαντινὲς σπουδές. Ὁ ἴδιος ἀφηγεῖται ὅτι ὅταν ἄρχισε τὶς σπουδές του, κορυφαῖος βυζαντινολόγος ἦταν ὁ Καθηγητής, Δρ. Bury, ἀκαδημαϊκός, ποὺ πρὶν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα καὶ κατόπιν μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὅπως, ὅμως προσθέτει σὲ συνέντευξή του ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, ὁ Bury ἦταν μοναχικὸς ἄνθρωπος καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἔχει φοιτητές, οὔτε τοῦ ἄρεσε ποὺ ὑποχρεώθηκε νὰ τὸν κάνει μαθητή του. Τὸ νὰ συναντήσει μάλιστα ὁ Ράνσιμαν τὸν Bury ἦταν μία δύσκολη ὑπόθεση. Τὸν εἶχε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, πρωτογνωρίσει στὸ γραφεῖο του στὸ Cambridge. Ἦταν ὁ πιὸ διάσημος Καθηγητὴς τῆς Ἱστορίας καὶ προσπάθησε νὰ ἀποθαρρύνει πολὺ τὸν Ράνσιμαν. Μάλιστα, τοῦ ὑπογράμμισε ὁ Bury ὅτι θὰ ἔχανε τὸν καιρὸ τοῦ μελετώντας τὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη καὶ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, ἐκτὸς ἂν ἤξερε σλαβονικὲς γλῶσσες. Ἔτυχε ὁ Ράνσιμαν νὰ γνωρίζει ἀπὸ μόνος του Ρωσικά. Ἔτσι, ἀναγκάστηκε ὁ Bury  νὰ τὸν δεχθεῖ, ἡ προσέγγιση ὅμως ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει δύσκολη ὑπόθεση, ἀφοῦ λόγω γήρατος καὶ ἀσθενικότητας ἀπουσίαζε συχνὰ ἀπὸ τὸ γραφεῖο. Γι’ αὐτὸ ἀναγκαζόταν ὁ Ράνσιμαν νὰ τοῦ στέλνει γραπτὲς σημειώσεις καὶ ἀπορίες στὸ σπίτι τό, οἱ ὁποῖες ὅμως οὐδέποτε ἔφθαναν στὰ χέρια του, διότι δὲν τοῦ τὶς ἔδινε ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία πίστευε ὅτι ὁ Καθηγητὴς Bury δὲν ἔπρεπε νὰ ἐνοχλεῖται μὲ τέτοια πράγματα, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο κατέστρεφε ὅ,τι ἔστελνε ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν.

¨Όμως, ἀνίκητη ἡ δύναμη τῆς θέλησης τοῦ Ράνσιμαν. Σὺν τῷ χρόνω ἀνακάλυψε ὅτι ὁ Bury ἔκανε κάθε πρωΐ τὸν περίπατό του γύρω ἀπὸ τὸ Cambridge, ἔτσι ὁ Ράνσιμαν παραφύλαγε νὰ περάσει, καθὼς μάλιστα στὸν Bury ἄρεσε νὰ ἔχει καὶ κάποιο συνοδὸ στὴ βόλτα του. Τὸν συνόδευε λοιπὸν ὁ Ράνσιμαν, κρατώντας ἕνα τετράδιο καὶ ρωτώντας τὸν σχετικά. Ο Bury ἔχοντας μεγάλη γνώση καὶ εὔστροφο νοῦ δὲν χρειαζόταν νὰ ἀνατρέξει στὶς πηγές,  στὰ κείμενα καὶ στὶς μελέτες, διότι πάντοτε γνώριζε τί νὰ ἀπαντήσει. Κι ὅταν κάποτε δὲν θυμόταν, ἢ ἀγνοοῦσε τί νὰ ἀπαντήσει, ἔστελνε ὁ Bury στὸν Ράνσιμαν μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἐπιστημονικὴ ἀπάντηση. Δυστυχῶς, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ράνσιμαν, ὁ Bury ὑπῆρξε ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος του διδάσκαλος. Ὕστερα ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀρρώστησε ὁ Ranciman, ἄφησε τὸ Cambridge κι ὅταν ἔγινε καλὰ καὶ ἐπέστρεψε, ὁ Bury εἶχε πεθάνει. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, συνέχισε μόνος του καὶ προχώρησε στὸ ὅλο θέμα.[10]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν στὸ διάστημα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1942 μὲ 1945 ὑπῆρξε καθηγητὴς Βυζαντινῆς Ἱστορίας καὶ Τέχνης στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης. Χάρη στὴν ἔρευνα ποὺ ἔκανε αὐτὴν τὴν περίοδο στὴν Τουρκία, δημοσίευσε στὸ διάστημα 1951 ἕως 1957 σὲ τρεῖς τόμους τὸ μνημειῶδες ἔργο του γιὰ τὴν ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν. Κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια δημοσίευσε πλῆθος ἔργων γιὰ τὴν Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῶν γειτονικῶν χωρῶν, σὲ ὅλο τὸ εὖρος ἀπὸ τὴν Συρία μέχρι τὴ Σικελία.[11]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ὑπῆρξεν θαυμαστῆς καὶ λάτρης τῆς Ὀρθοδοξίας. Λίγο καιρὸ πρὶν πεθάνει ἀσπάστηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ βαπτίσθηκε στὸ Ἄγον Ὅρος.[12]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ὑπῆρξεν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν βαρέθηκε, θὰ γράψει ἡ Ἀκαδημαϊκὸς Ἀγγελικὴ Λαΐου.[13] Λαμπερὲς προσωπικότητες, ὅπως ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν εἶναι σπάνιες καὶ σπάνια γίνονται ἱστορικοὶ καὶ τέλος σπάνια ἑλκύουν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ σεβασμό, ὄχι μόνον τῶν εἰδικῶν του κλάδου τους, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρέος κοινοῦ καὶ μάλιστα σὲ ξένη χώρα. Στὴν Ἑλλάδα ἀγαπήθηκε ἰδιαιτέρως καὶ ταυτίστηκε μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ἔσπασε τὰ πολλαπλὰ φράγματα ποὺ ἐμπόδιζαν τοὺς πολλοὺς στὴ χώρα μας νὰ δοῦν τὸ Βυζάντιο ὡς μία σημαντικὴ περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τὴν ἐπιστήμη τῆς ἱστορίας μὲ τὴν αἴγλη ποὺ τὴν περιέβαλε καὶ τὴ διδακτικὴ ἱκανότητα ποὺ εἶχε στὸ παρελθόν.[14]

Ἡ προσωπικότητά του συνέβαλε στὸ νὰ ἐντυπωσιάζει καὶ νὰ ἑλκύει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ συνομιλητῆ του. Σὲ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς εὐκαιρίες, σὲ ἀμερικανικὸ Πανεπιστήμιο τὸν παρακολουθοῦσαν προπτυχιακοὶ φοιτητές, εὐφυεῖς μὲν ἀλλὰ μὲ ἐλάχιστες γνώσεις σχετικὰ μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὁ Ράνσιμαν τοὺς μάγεψε. Κρέμονταν ἀπ’ τὸ στόμα τοῦ μαγεμένοι ἀπὸ τὶς ἱστορίες ποὺ τοὺς ἔλεγε γιὰ τὸ Βυζάντιο, γιὰ τὰ Βαλκάνια, γιὰ τὴν Ἱστορία.

Ἡ θητεία τοῦ Ράνσιμαν ὑπῆρξε λαμπρὴ ὄχι μόνον στὴν ἱστορικὴ ἔρευνα καὶ τὴν πανεπιστημιακὴ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ στὴ διπλωματικὴ ὑπηρεσία τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Ἡ διδακτική του ἐμπειρία πλούσια, ποὺ ἀπέκτησε στὶς δεκαετίες τοῦ ’30, ’40, ’50, μὲ σημαντικότερη τὴν τριετῆ του θητεία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ μάλιστα σὲ μία ἰδιαίτερα κρίσιμη περίοδο γιὰ τὶς τύχες τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ κόσμου ὁλόκληρου (1942 – 1945).[15] Σημαντικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ σύντομη ἐπίσης θητεία του ὡς διευθυντῆ σπουδῶν στὸ Βρετανικὸ Συμβούλιο τῆς Ἀθήνας (1947 – 1949), σὲ μία πολὺ κρίσιμη περίοδο τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας, περίοδο ἐμφυλίου πολέμου, κατὰ τὴν ὁποία προσπάθησε νὰ δώσει ἔμφαση γύρω ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ τὸν πολιτισμό του.

Ἡ ἐφημερίδα «The Times», συνοψίζοντας τὴν ἐπιστημονικὴ προσφορὰ τοῦ κατέδειξεν ὅτι ὁ Ράνσιμαν «χαρτογραφώντας τὴ μεσαιωνικὴ φύση τοῦ ἀτέρμονος χάσματος μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης στὴ Μέση Ἀνατολή, σαφῶς ἔκλινε πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ Βυζαντίου ἔναντί της μισαλλοδοξίας καὶ τοῦ πλιάτσικου στὸ ὁποῖο ἐπιδιδόταν ἡ Δύση». Καὶ συνεχίζουν «The Times»: Ἡ τελικὴ κρίση του γιὰ τὴν ὅλη ἐπιχείρηση τῶν Σταυροφοριῶν καθόρισε ἕνα ὑψηλὸ ἐπίπεδο αὐτομαστιγώματος, τὸ ὁποῖο πάλεψαν στὴ συνέχεια νὰ ξεπεράσουν οἱ ἑπόμενοι ἱστορικοί.[16]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ἦταν δημοφιλὴς ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ ἦταν φοιτητὴς μὲ βασιλικὴ ὑποτροφία στὸ Eaton College. Ἀπὸ τότε  τοῦ ἄρεσε νὰ λέει ἱστορίες γιὰ ἀκαδημαϊκούς, λογοτέχνες, βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες καὶ ἐνέπλεκε γενεαλογικὰ δένδρα σὲ βάθος αἰώνων καὶ σὲ εὖρος ἠπείρων.

Ἡ καρδιὰ τοῦ ὅμως ἦταν στὰ ταξίδια καὶ στὴν ἔρευνα. Τὸ 1929 παρουσίασε τὸ πρῶτο του ἔργο, «Ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανὸς ὁ Λεκαπηνὸς καὶ ἡ βασιλεία του».  Τὸ 1930 συνέγραψε τὴ μονογραφία «Ἡ πρώτη βουλγαρικὴ αὐτοκρατορία». Τὸ 1933, ὡς λέκτωρ ἤδη στὸ Cambridge ἔδωσε στὴ δημοσιότητα τὸν «Βυζαντινὸ πολιτισμό», ἕνα ἀριστουργηματικὸ πόνημα, στὸ ὁποῖο συμπυκνώνει μέσα σὲ περίπου 300 σελίδες τὴν εἰκόνα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, δίνοντας μία νέα διάσταση στὴ μεσαιωνικὴ ἱστορία.[17] Μὲ τὸ βιβλίο τοῦ αὐτό, ποὺ εἶναι χωρισμένο σὲ θεματικὰ κεφάλαια, προσφέρει μία ἐξαιρετικὴ καὶ περιεκτικὴ εἰκόνα τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἐξελληνισμένης καὶ ἐκχριστιανισμένης Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀργότερα ὀνομάσθηκε Βυζαντινή.[18]

Εἶναι ἕνα πνευματικὸ θησαύρισμα τὸ βιβλίο αὐτὸ ποὺ θὰ ἄξιζε νὰ διαβάσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἰδιαίτερα οἱ φιλίστορες. Ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 330 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, καὶ ἀναφέρεται σὲ γεγονότα κοσμοϊστορικῆς σημασίας.

Ὁ Ράνσιμαν παρουσιάζει συνοπτικὰ τὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι τὴν ἅλωσή της ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους τὸ 1453.[19] Ὅπως ἀναφέρεται στὸ βιβλίο αὐτὸ «Βυζαντινὸς πολιτισμός», ἡ χιλιετία ποὺ καλύπτει ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, εἶναι ἴσως οἱ λιγότερο γνωστοὶ χρόνοι τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Μπορεῖ νὰ εἶναι γνωστοὶ οἱ συνεχεῖς πόλεμοι, οἱ μεγάλοι αὐτοκράτορες, στρατηγοὶ καὶ ἱεράρχες, ἀλλὰ δυστυχῶς, δὲν γνωρίζαμε ἀρκετὰ πράγματα γιὰ τὸν μέγα πολιτισμὸ τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ὑπῆρξεν ἀσφαλῶς τὸ πρῶτο στὴν ἱστορία ὀργανωμένο κράτος δυτικοευρωπαϊκῆς μορφῆς. Μὲ μέση, ἀνώτερη καὶ ἀνώτατη παιδεία, μὲ κρατικὸ μηχανισμὸ ἄριστα ὀργανωμένο, μὲ θαυμαστὴ οἰκονομικὴ πολιτική, μὲ ἀνεπτυγμένη βιομηχανία, ναυτιλία, ἐξωτερικὸ καὶ ἐσωτερικὸ ἐμπόριο, κοινωνικὴ πρόνοια, γράμματα καὶ τέχνες. Αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει, μὲ τὸ βιβλίο τοῦ ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, μὲ τὸ παγκόσμιο κύρος ποὺ διαθέτει, μὲ τοὺς δικαίως ἀπονεμηθέντας σ’ αὐτὸν τίτλους του, ἀφοῦ ὑπῆρξεν ἐκτὸς τῶν ἄλλων μέλος τῆς Βρετανικῆς Ἀκαδημίας καὶ ἔφορος τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου, Καθηγητὴς στὸ Κολλέγιο Μώντλην τῆς Ὀξφόρδης καὶ στὰ Πανεπιστήμια τοῦ Saint Andrew καὶ τῆς Κωνσταντινούπολης, καθὼς ἐπίσης ἀντιπρόσωπος τοῦ Βρετανικοῦ Συμβουλίου σὲ πολλὲς χῶρες, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως προαναφέρθηκε (Ἀθήνα 1945 – 1947).[20]

Στὸ περισπούδαστο αὐτὸ πόνημά του, «Βυζαντινὸς Πολιτισμός», μᾶς παρουσιάζει τὸ πολίτευμα καὶ τὸ νομικὸ πολιτισμὸ τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία διαφύλαξε στὴν πληρέστερη μορφὴ καὶ καλλιέργησε τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε τὸ δίκαιό της νεότερης ἐποχῆς. Θίγει, ἐπίσης, βασικὰ πολιτικὰ ζητήματα, ὅπως τὶς σχέσεις ἡγεμόνα μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ θεσμικά τους καθήκοντα. Ὑπογραμμίζει τὸ θέμα τῆς κατάρτισης ἀξιωματούχων, τὴν ὀργάνωση γιὰ τὸν οἰκονομικὸ προϋπολογισμὸ καὶ τὸ φορολογικὸ σύστημα, τὸν τακτικὸ στρατὸ καὶ τὴ δυνατότητα χρηματοδότησης δημόσιων ἔργων, ὅπως ἡ ἀνέγερση ἐκκλησιῶν καὶ ἡ κατασκευὴ ὀχυρώσεων.

Ἰδιαιτέρως,  ἀναφέρεται διεξοδικῶς στὸν ρόλο γὴς χριστιανικῆς θρησκείας, στὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις, στὶς σχέσεις μὲ τὴ Δύση καὶ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Ἀναφέρονται οἱ αἱρέσεις, ἡ Εἰκονομαχία, ἡ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἰδιαίτερο πνευματικὸ περιεχόμενο τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ Ὁ Ράνσιμαν ἔχει τὸ σπουδαῖο χάρισμα νὰ προσεγγίζει ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα μὲ ἀντικειμενικότητα. Στὸ βιβλίο τοῦ αὐτὸ ἀναφέρεται σὲ θέματα ἄμυνας τοῦ Βυζαντίου σὲ στρατιωτικὴ ὀργάνωση, σὲ διπλωματικὴ δεξιοτεχνία, στὴν ἱκανότητά του Βυζαντίου νὰ ἀποκρούει τὶς ἀναρίθμητες εἰσβολές, προφυλάσσοντας καὶ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη ἀπὸ τὴν ἐπέκταση λαῶν, ὅπως οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες, οἱ Τοῦρκοι.Ἀναφέρεται στὸ ἐμπόριο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Στὸν κρατικὸ σχεδιασμὸ γιὰ τὴν οἰκονομία, τὶς συναλλαγὲς μὲ τὶς γειτονικὲς χῶρες, στὸ χρυσὸ νόμισμα, σόλιδο (solidus), ποὺ χρησίμευε ὡς διεθνὲς μέσον συναλλαγῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἕως τὸν 11ο αἰώνα, καὶ αὐτὸ συνέβαλε   στὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς νότιας Εὐρώπης καὶ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου.[21] Ὁ  συγγραφέας ἀναφέρεται ἐπίσης στὰ διάφορα κοινωνικὰ στρώματα καθὼς ἐπίσης στοὺς ἀριστοκράτες καὶ στὰ μέλη τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἀναφέρεται στὰ ἤθη καὶ στὶς δραστηριότητες τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ ἢ τῶν εὐγενῶν, στὶς ἀξίες καὶ στὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του Βυζαντίου, ὅπως ἦταν ἡ βαθιὰ θρησκευτικότητα καὶ ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὴν ὀμορφιά.

Ἡ ἀναφορά του στὴν ἐκπαίδευση εἶναι ἀξιοπρόσεκτη, διότι καταδεικνύει πὼς ἡ αὐτοκρατορία διατήρησε καὶ ἀξιοποίησε τὸν κλασικὸ ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ πὼς οἱ Βυζαντινοὶ μιλοῦσαν ἑλληνικά, ἀντέγραφαν καὶ φύλαγαν τὰ ἀρχαία χειρόγραφα, μελετοῦσαν κλασικὴ φιλοσοφία καὶ ποίηση, ἰδίως τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, ἄφησαν τὰ πιὸ προσεγμένα καὶ ἀξιόλογα ἱστορικὰ ἔργα τῆς ἐποχή τους καὶ στηρίζονταν σὲ ἐπιτεύγματα ἐπιστημονικά, ὅπως ἡ ἰατρικὴ τοῦ Γαληνοῦ καὶ ἡ ἀστρονομία τοῦ Πτολεμαίου. Γίνεται μνεία τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ λειτούργησε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν 4ο αἰώνα καὶ ἐκεῖ διδάσκονταν ἡ φιλοσοφία τὸ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη. Καθ’ ὅλη τὴ λαμπρὴ χιλιόχρονη ἱστορία τοῦ τὸ Βυζάντιο ἔδινε εἰδικὴ βαρύτητα καὶ θαύμαζε καὶ φρόντιζε γιὰ τὴν καλὴ μόρφωση. Ο Runciman ἀναφέρεται καὶ στὴ βυζαντινὴ λογοτεχνία καὶ τέχνη, κάτι ποὺ θὰ διαπιστώσει κανεὶς ἂν μελετήσει ἐπισταμένως ἢ δεῖ τὰ ἀντίστοιχα ἔργα. Ὁ συγγραφεὺς μὲ τρόπον εὐμέθοδον μᾶς παρουσιάζει ποικίλα λογοτεχνικὰ εἴδη, ὅπως εἶναι οἱ ὕμνοι, ἡ ἐπιστολογραφία, οἱ βίοι ἁγίων, ἡ ἱστοριογραφία, τὰ συσχετίζει ἐπιτυχῶς καὶ τὰ ἐντάσσει στὸ πολιτισμικό τους πλαίσιο.[22]

Ο  Runciman ἀναφέρεται  στὶς ἰδέες καὶ στὰ κυριότερα πεδία ἔκφρασης (ζωγραφική, ἀρχιτεκτονική, μικρογραφία, ψηφιδωτά, μικρογλυπτική), ἀναφέροντας συγχρόνως ποικίλα ἔργα καὶ ἐκφράσεις τῆς τέχνης, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα κατέχει ξεχωριστὴ θέση ἡ Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινούπολης.

Ἰδιαιτέρως ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ μελέτη αὐτὴ τοῦ Runciman, τὴν ὁποία ὁλοκληρώνει περιγράφοντας τὴν πολιτισμικὴ ἐπίδραση τῆς αὐτοκρατορίας στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀσία. Μιλάει γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Σλάβων τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ποὺ σηματοδότησε τὴν ἔνταξή τους στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό, τὴν δράση τῶν ἱεραποστόλων, τὶς σχέσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ ἄλλους λαοὺς (Ἄραβες, Ἀρμένιους, Τούρκους), ἀλλὰ καὶ τὴν σπουδαία συμβολὴ τοῦ Βυζαντίου στὴν ἰταλικὴ Ἀναγέννηση.

Ἡ μελέτη αὐτὴ τοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν γιὰ τὸν βυζαντινὸ πολιτισμὸ καὶ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιὰ μία κατατοπιστικὴ εἰσαγωγὴ στὴ βυζαντινὴ ἱστορία, εἶναι μοναδικὸ σὲ πληροφορίες, σὲ ὀρθολογικὲς συγκρίσεις καὶ ἀξιολογήσεις, γεγονὸς ποὺ καθιστὰ τὸ βιβλίο αὐτὸ ἕνα πνευματικὸ κεφάλαιο μοναδικὸ γιὰ τοὺς εἰδικοὺς καὶ τοὺς φιλίστορες μελετητὲς τοῦ Βυζαντίου.

Τὰ βιβλία τοῦ Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν, ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸν τίτλο τοῦ ἱππότη τὸ 1958 ἀπὸ τὴ βασίλισσα Ἐλισσάβετ Β’, ἀποτελοῦν ἕνα σπάνιο συνδυασμὸ ἐπιστημονικῆς τεκμηρίωσης καὶ ἐμβάθυνσης μὲ μία ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἐκλαΐκευση καὶ γλαφυρὴ περιγραφὴ στὴν ἔκφραση, ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ μάλιστα ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἑλληνικά.[23]

Δὲν εἶναι εὔκολο σ’ ἕνα περιορισμένης ἔκτασης πόνημα νὰ καταγραφεῖ ἡ πλειάδα τῶν ἐργασιῶν τοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν. Ἐνδεικτικῶς καὶ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ ἀναφέρονται  τὰ ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτορας Ρωμανὸς (Ἃ) Λεκαπηνὸς καὶ ἡ βασιλεία τοῦ» (ἀγγλικὰ 1929, ἀνατύπωση 1969), «Ἱστορία τῆς Πρώτης Βουλγαρικῆς Αὐτοκρατορίας» (ἀγγλικὰ 1930), «Βυζαντινὸς Πολιτισμὸς» (ἀγγλικὰ 1933), ἀνατύπωση 1975 καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τῆς Δέσποινας Δετζώρτζη, Ἀθήνα 1969, ἐκδόσεις Γαλαξίας, ἀνατύπωση 1978, ἐκδόσεις Ἐρμείας καὶ ἀποσπάσματα σὲ ἔκδοση τοῦ Ο.Ε.Δ.Β., ποῦ διδάχτηκε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν στὰ ἑλληνικὰ Λύκεια, «Ὁ μεσαιωνικὸς Μανιχαϊσμός, Μελέτη τῆς χριστιανικῆς δυαλιστικῆς αἵρεσης» (ἀγγλικὰ 1947, ἀνατύπωση 1982), «Ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν» (ἀγγλικά, 3 τόμοι, 1951 – 1954, ἀνατύπωση 1987 καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Νίκου Παπαρρόδου, 3 τόμοι, Ἀθήνα 1977 – 1979, ἐκδόσεις Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ), «Τὸ Ἀνατολικὸ Σχίσμα. Μελέτη τῆς Παποσύνης καὶ τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τοὺς 11ο καὶ 12ο αἰώνα» ἀγγλικὰ 1955), ἀνατύπωση 1984, «Ὁ Σικελικὸς Ἑσπερινός. Ἱστορία τοῦ μεσογειακοῦ κόσμου κατὰ τὸν ὕστερο 13ο αἰώνα» (1958, ἀνατύπωση 1982), «Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, 1953» (ἀγγλικὰ 1965, ἀνατύπωση 1969 καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Νίκου Παπαρρόδου, Ἀθήνα 1979, ἀνατύπωση 1980, ἐκδόσεις Μπεργαδὴς – νέα ἀνατύπωση 1983, ἐκδόσεις Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ, «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσία. Μελέτη τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὶς παραμονὲς τῆς τουρκικῆς κατάκτησης ὡς τὸν πόλεμο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας» (ἀγγλικὰ 2 τόμοι, 1968 καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Νίκου Παπαρρόδου, 2 τόμοι, Ἀθήνα 1979, ἐκδόσεις Μπεγαρδής, βλ. ἐπίσης βιβλιοκρισία τοῦ Α. Σαββίδη, Μυριόβιβλος 8, 1985, σ.σ. 46 – 48), «Ἡ Τελευταία βυζαντινὴ Ἀναγέννηση» (ἀγγλικὰ 1970 καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Λάμπρου Καμπερίδη, Ἀθήνα 1980, ἐκδόσεις Δόμος),  «Βυζαντινὸ ὕφος καὶ πολιτισμὸς» (ἀγγλικὰ 1975, ἀνατύπωση 1987), «Ἡ βυζαντινὴ θεοκρατία» (ἀγγλικὰ 1977 καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Ἰωσὴφ Ροηλίδη, Ἀθήνα 1982, ἀνατύπωση 1991, ἐκδόσεις Δόμος), «Μυστρᾶς: ἡ βυζαντινὴ πρωτεύουσα τῆς Πελοποννήσου» (ἀγγλικὰ 1980 καὶ ἑλληνικὴ ἔκδοση τῶν Πέτ. Κορρὲ – Τζίνας Καπατσώρη, Ἀθήνα 1986, ἐκδόσεις Ἰνστιτούτου τοῦ βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα).[24]

Ἡ ἀπαράμιλλη συγγραφικὴ δημιουργία τοῦ Ράνσιμαν ἐπηρέασε ἀρκετοὺς Βρετανοὺς Βυζαντινολόγους καὶ ἄλλους μεσαιωνοδίφες τοῦ αἰώνα μας, ὅπως τὸν ἀείμνηστο Ρόμπερτ Μπράουνιγκ (1914 – 1997), τὸν Ντόναλντ  Νίκολ καὶ τὸν γλαφυρὸ ἐκλαϊκευτικὸ ἀφηγητὴ Τζὸν Τζούλιους Νόριτς. Ἀσφαλῶς μία τέτοια μορφὴ ἑνὸς τέτοιου πνευματικοῦ διαμετρήματος μὲ τόσο μεγάλη καὶ πολυδιάστατη παραγωγὴ δὲν θὰ παύσει ποτὲ νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ ἀποτελεῖ βασικὴ μελέτη καὶ σημεῖον ἀναφορᾶς, πηγὴ γνώσεων γιὰ τοὺς βυζαντινολόγους καὶ μεσαιωνολόγους μελετητὲς εἰς τὸ μέλλον. Ἔχουν λεχθεῖ πολλὰ καὶ στὶς νεκρολογίες γιὰ τὸν Ράνσιμαν σχετικὰ μὲ τὴν ἀριστοκρατικὴ καταγωγή του, τὶς ἐπαφές του μὲ τὶς βασιλικὲς οἰκογένειες τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τελευταῖο αὐτοκράτορα τῆς Κίνας μὲ τὸν ὁποῖο ἔπαιζε ντουέτο στὸ πιάνο.[25] Οἱ σχέσεις τοῦ στενὲς μὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνώτερη τάξη τῆς Ἀγγλίας, τὴν κοινωνικὴ καὶ τὴν ἀκαδημαϊκὴ καὶ ἡ γνωριμία του μὲ προσωπικότητες, ὅπως ὁ Τζὸν Μ. Κέινς ἢ ὁ Γκάϊ Μπέρτζες.

Γιὰ τὸν Ράνσιμαν ἔγραψαν γιὰ τὰ πολλά του ταξίδια καὶ τὴν σχεδὸν ἀπίστευτη σύμπτωση, ἂν βεβαίως ἦταν σύμπτωση, νὰ βρίσκεται σὲ διάφορες χῶρες, σὲ στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες διαδραματίζονταν ἐπικίνδυνα ἀλλὰ φυσικά, σημαντικὰ γεγονότα: στὴν Κίνα, τὸ 1924, ὅταν ἡ χώρα βρισκόταν σὲ ἐμφύλιο πόλεμο. Τὸ 1970 στὴ Σόφια, ὅπου κατέληξε μετὰ ἀπὸ μακρὺ ταξίδι (Λονδίνο – Κέϊπ Τάουν – Κάιρο, Βουλγαρία). Ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφθασαν οἱ Γερμανοί, τὸ Μάρτιο τοῦ 1941. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου δίδαξε Βυζαντινὴ Ἱστορία καὶ Τέχνη ἀπὸ τὸ 1942 ἕως τὸ 1945. Στὴν Ἀθήνα, ἀπὸ τὸ 1945 ὡς τὸ 1947, ὡς διευθυντὴς τοῦ Βρετανικοῦ Συμβουλίου καὶ μέλος τῆς βρετανικῆς τριανδρίας Ράνσιμαν, Ὄσμπερτ, Λάνκαστερ στὴν πρεσβεία καὶ Πάτρικ Λὴ Φέρμερ στὸ Βρετανικὸ Ἰνστιτοῦτο. Γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴν γεμάτη δράση, προσφορά, καὶ ἐμπειρίες ζωὴ τοῦ εἶχε νὰ πεῖ ἐντυπώσεις ὁ Ράνσιμαν ποὺ μάγευαν τοὺς συνομιλητές του. Ὅλη του ἡ ζωή, ὁ λόγος του καὶ τὸ ἔργο τοῦ ὑπῆρξαν μία δημιουργικὴ ἁρμονία. Ἐνδιαφερόταν βαθιὰ γιὰ κάθε τί ὡραῖο καὶ ἀνθρώπινο, ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας μέχρι τὶς διεργασίες τῆς ἀνθρώπινης συναναστροφῆς. Τὸν ἐνδιέφεραν οἱ ἰδέες καὶ οἱ ἀξίες τοῦ πνεύματος ἀλλὰ καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ζοῦσε τὴ ζωὴ ὡς ἱστορικὸς καὶ συνέγραφε τὴ ζωντανὴ ἱστορία μὲ βαθὺ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐποχὴ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴ δημιούργησαν.[26]

Ὁ Ράνσιμαν ὑπῆρξεν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν βαρέθηκε στὴ ζωή του. Οἱ συζητήσεις του, οἱ διαλέξεις του, ἡ ζωή του, χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ζωντάνια. Ὁ ἴδιος εἶχε ἐκφρασθεῖ γι’ αὐτὸ σὲ μία συνέντευξή του στὸ New Yorker. Ὑπῆρξεν ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους μεγάλους της ἀφηγηματικῆς σχολῆς. Ἱστορία γιὰ τὸν Ράνσιμαν σημαίνει ἀφήγηση σημαντικῶν γεγονότων, σημαντικῶν θεσμῶν καὶ σημαντικῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἄλλαξαν τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, μὲ σκοπὸ τὴ βαθύτερη κατανόηση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Ράνσιμαν διάλεγε μεγάλα θέματα γιὰ νὰ ἀναπτύξει: Ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπὸ ὀθωμανικὴ κατοχή, ὁ βυζαντινὸς πολιτισμός, ἡ Ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν ἀπὸ τὴν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Ὀμάρ, ἀπὸ τὸ 638 ὡς τὴν πτώση τοῦ βασιλείου τῆς Ἄκρας τὸ 1291. Ἐπεξεργαζόταν ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐνδελεχῆ ἔρευνα, προκειμένου νὰ συγγράψει τὴν ἱστορία μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἀκρίβεια. Διάβαζε ὅλες τὶς πηγές, χρησιμοποιώντας γιὰ τὴν Ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν, γιὰ πρώτη φορά, ὁλόκληρο τὸ ὑλικὸ – πηγὲς βυζαντινές, δυτικοευρωπαϊκές, ἀρμενικές, συριακές. Ὁ ἴδιος κρατοῦσε τὶς λεπτὲς συγγραφικὲς ἰσορροπίες, λέγοντας ὅτι «ὁ ἱστορικὸς δὲν πρέπει νὰ πνίγεται σὲ λεπτομέρειες ἢ νὰ περιορίζεται σ’ αὐτές».

Βεβαίως, στὰ μεγάλα του ἔργα εἶναι λεπτομερὴς στὴν ἀφήγηση τῶν γεγονότων.  Δουλειά, ὅμως, καὶ ἰδιαίτερο καθῆκον τοῦ εἶναι νὰ συνθέτει. Συνθέτει μὲ πνεῦμα ἀντικειμενικὸ καὶ κριτικό, προσέχοντας πέρα ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα γεγονότα τὴ μεγάλη καὶ πολυσύνθετη ἱστορικὴ εἰκόνα, τὶς ρίζες της στὸ παρελθὸν καὶ τὴ σημασία της γιὰ τὸ μέλλον.

Βεβαίως, ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες δὲν ἦταν τῆς μόδας στὴ διεθνῆ Ἱστοριογραφία ἡ ἀφηγηματικὴ ἱστορία, ἰδιαιτέρως μετὰ τὸν πόλεμο, ἀλλὰ ἄλλες σχολές, ὅπως τῶν Annales, ἡ οἰκονομικὴ Σχολὴ μὲ παρέκκλιση στὴν οἰκονομετρία, ἡ στρουκτουραλιστικὴ σχολή, ἡ ἀποδομητική.[27] Πρόσφατα, οἱ ἱστορικοὶ ἄρχισαν νὰ ἐπανέρχονται στὴν ἀφηγηματικὴ ἱστορία καὶ νὰ ἐπιδεικνύουν ὅλο καὶ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον. Παρὰ τὰ ἄλλα ἱστοριογραφικὰ ρεύματα, ὁ Ράνσιμαν ἔμεινε πιστὸς στὸ εἶδος τῆς ἱστορίας ποὺ θεωροῦσε πιὸ ἀποτελεσματικό. Εἶχε βαθιὰ γνώση τῶν πηγῶν καὶ τῶν γεγονότων. Εἶναι δυστύχημα ποὺ ὁ Ἔντουαρντ Γκίμπον, ποὺ ἀπεχθανόταν βαθύτατα τὸ Βυζάντιο καὶ χειριζόταν ἄριστα τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα μὲ τὸ ἔργο του «Ἡ παρακμὴ καὶ ἡ πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας», ἔργο κλασικό, παρουσίασε στοὺς ἀνθρώπους μία ἀρνητικὴ εἰκόνα γιὰ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Ράνσιμαν ποὺ ἔγραφε σὲ κομψὸ λόγο καὶ μὲ γλαφυρότητα καὶ χάρη καὶ δύναμη.

Μὲ τὴ δύναμη τῆς πέννας τοῦ ὁ Ράνσιμαν ἄφησε κείμενα ἀξέχαστα ποὺ ἀντέχουν στὸ χρόνο καὶ ἀποτύπωσε στὴ συνείδηση τοῦ ἀναγνώστη εἰκόνες διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ παρουσίασε ὁ Γκίμπον Ἡ Ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν εἶναι πραγματικῶς ἕνα ἀριστούργημα ἀφηγηματικό, ἐφάμιλλο τῶν καλύτερων  κειμένων στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος ποὺ ὁλοκλήρωσε τὰ κείμενά του. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ὁ ρυθμὸς τῆς γλώσσας ἦταν σωστὸς καὶ τὸ κείμενο ἔρεε, τὸ διάβαζε ὁ ἴδιος μουρμουριστά. Μακάρι νὰ μὴν εἶχαν ἐλαττωθεῖ οἱ ἱστορικοί της ἀφηγηματικῆς Ἱστορίας μὲ εὐρεία παιδεία καὶ βαθιὰ γνώση τῶν σπουδαίων λογοτεχνικῶν κειμένων, προσόντα τὰ ὁποῖα κατεῖχε ὁ Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν. Ὁ Ράνσιμαν ἦταν ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς του Βυζαντίου ποὺ ἀγαποῦσαν καὶ σέβονταν τὸ ἀντικείμενο τῆς ἱστορικῆς τους ἐνασχόλησης. Δυστυχῶς, ἡ ἀγγλοσαξονικὴ σχολὴ τῶν βυζαντινολόγων ἔχει νὰ ἐπιδείξει σοβαροὺς ἐπιστήμονες μὲ τίτλους καὶ πειστικότητα, οἱ ὁποῖοι ὅμως μισοῦσαν τὸ Βυζάντιο. Εἴτε διότι τὸ ἔβλεπαν σκοταδιστικά, λόγω καὶ τῆς θρησκείας ποὺ τὴ θεωροῦσαν ὡς ἀρνητικὸ παράγοντα εἴτε γιατί τὸ Βυζάντιο δὲν ἦταν ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα ἢ ἀντιστρόφως ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα δυστυχῶς ἀπὸ μερικοὺς ὑπάρχει ἀρνητικὴ θεώρηση τοῦ Βυζαντίου, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἕνα σημαντικὸ μέρος τοῦ μορφωμένου κοινοῦ.

Ἀντιθέτως, ὁ Ράνσιμαν καταλάβαινε πολὺ καλὰ τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ θεωροῦσε ὡς τὴν πιὸ πολιτισμένη καὶ φωτισμένη κοινωνία τοῦ Μεσαίωνα.[28]

Εἶναι μνείας ἄξιον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ράνσιμαν ὑπῆρξεν ἕνας ἀπὸ τοὺς μὴ Ἕλληνες ἱστορικοὺς ποὺ ἔβλεπαν στὸ Βυζάντιο τὴ μεσαιωνικὴ φύση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἔβλεπε καὶ τὴ συνέχεια μὲ τὸν ἑλληνισμὸ ὑπὸ ὀθωμανικὴ κατοχή. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀνεκτίμητης ἀξίας συμβολή του στὴν ἱστοριογραφία τοῦ Βυζαντίου.

Αὐτὸς ὁ «Βυζαντινὸς πατρίκιος», ὅπως δικαίως ἀποκλήθηκε ἦταν ἕνας ἄμεμπτος ἱστορικὸς ἀπὸ τὴ δυτικοευρωπαϊκὴ σκοπιά, διότι ἐνῶ δὲν ἦταν Ἕλληνας ὑπῆρξεν ἑλληνολάτρης καὶ βυζαντινολάτρης, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἑλληνοκεντρισμό. Ἱστορικὸς μὲ βαθιὰ γνώση τῶν πηγῶν καὶ μελετῶν, ἔγραψε γιὰ τὸ Βυζάντιο, τὸ ὁποῖο ἀνέσυρε ἀπὸ τὴν ἀφάνεια σὲ μία γλώσσα ἀληθινή, ἀντικειμενική, σαγηνευτική. Τὰ βιβλία τοῦ ἀνατυπώνονται καὶ διαβάζονται μὲ εὐχαρίστηση ἀπὸ τοὺς φοιτητές, τοὺς ἐρευνητές, τοὺς εἰδικούς, τοὺς φιλίστορες, τὸ εὐρὺ κοινό.[29]

Τὸ σπουδαιότερό του ἔργο «Ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν», ὑπῆρξεν ἔργον μεγαλόπνοο, τὸ ὁποῖο γιὰ πρώτη φορὰ παρουσίασε τὶς Σταυροφορίες ὡς μία κοσμοϊστορικὴ συνάντηση καὶ σύγκρουση τριῶν κόσμων, τοῦ βυζαντινοῦ, τοῦ ἰσλαμικοῦ καὶ τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.

Ὁ Ράνσιμαν κατενόησεν σαφῶς, ὅτι ἦταν ἕνα διεθνὲς κίνημα, ποὺ κατέληξε στὴν καταστροφὴ τοῦ σπουδαιότερου μεσαιωνικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ πολιτισμὸ τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὅπως ὁ ἴδιος λέει, ὑπῆρξαν τὰ κύρια θύματα. Ὡς δυτικοευρωπαῖος μελετητὴς καταδίκασε τὸ κίνημα αὐτὸ μὲ σαφήνεια κατὰ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο. Τὸ καταδίκασε «ὡς μία μακρόχρονη πράξη μισαλλοδοξίας ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνιστᾶ ἁμαρτία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Ἡ ἐτυμηγορία τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ καὶ βυζαντινολόγου Runciman, ὑπῆρξεν εὔστοχη καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνοχλεῖ. Ὁ Ράνσιμαν ἔλεγε μία μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ὅταν πρωτοῆλθε στὴν Ἑλλάδα τὸ Βυζάντιο ἦταν μία παραμελημένη ἐποχή. Τὸ θαυμάσιο, ὅμως, ἔργο του, ἡ ἔρευνα καὶ συγγραφὴ τοῦ γι’ αὐτό, ἡ παρουσία του, ἡ φιλία καὶ ἀναστροφή του μὲ τόσους Ἕλληνες λογίους, λογοτέχνες καὶ ἱστορικούς, ἡ δεινότητα καὶ πειστικότητα τοῦ λόγου του, ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὸ Βυζάντιο, συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴ διαμόρφωση ἑνὸς σοβαρότερου ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴ μεγαλειώδη αὐτὴν ἐποχή, τόσο στὴν Ἑλλάδα ὅσο καὶ στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ στὴ Βόρεια Ἀμερικὴ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες χῶρες, ὅπου ἐρευνᾶται καὶ μελετᾶται ἡ χιλιόχρονη ἔνδοξη βυζαντινὴ ἱστορία.[30]

Στὸ βιβλίο του «Ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης»[31], ὁ Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν μὲ τρόπο ἑλκυστικὸ ἀφηγηματικό, συνάμα συστηματικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ περιγράφει μὲ βάση σοβαρὰ στοιχεῖα ἀπὸ ἱστορικὲς πηγὲς τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Θὰ ἄξιζε ὅλοι οἱ Ἕλληνες καὶ ὅλοι οἱ φιλίστορες καὶ ἐρευνητές, νὰ μελετήσουν τὸ βιβλίο αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει λεπτομερειακά, γλαφυρά, μὲ ἰσχυρὴ ἱστορικὴ συνέπεια καὶ ἐπιχειρηματολογία τὴν μάχη αὐτὴ γιὰ τὴν Ἅλωση τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, τὴν στρατηγική του κατακτητῆ, τὶς ἀπεγνωσμένες προσπάθειες τῶν Ἑλλήνων τῆς αὐτοκρατορίας νὰ ἀμυνθοῦν καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ τουρκικὰ στίφη ἀλλὰ καὶ μισθοφόρους ποὺ ἐπιστράτευσεν ὁ σουλτάνος, ὁμοθρήσκους τῶν Βυζαντινῶν, ποὺ ἦταν οὐσιαστικὰ τυχοδιῶκτες Σλάβοι, Οὖγγροι, Γερμανοί, Ἰταλοί, δελεασμένοι ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ σουλτάνου περὶ ἀμοιβῶν καὶ λαφύρων, φέροντας τὰ δικά τους ὄπλα.[32]

Καταπλήσσουν οἱ εἰδήσεις ποὺ μᾶς παραθέτει ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος ἱστορικός. Μὲ τόση ζωντάνια καὶ χάρη, ποὺ μεταφέρεται νοερὰ στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας, ἐκεῖ ποὺ διεξήχθη ἡ σφοδρότερη μάχη, ποὺ θὰ ἔκρινε τὴν τύχη τοῦ κόσμου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.

Ὁ Ράνσιμαν περιγράφει μὲ ἀκρίβεια τὴ στρατηγικὴ ποὺ ἀκολούθησε ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητὴς γιὰ τὴν κατάληψη τῆς «βασιλίδος τῶν πόλεων», τὸν ἡρωικὸ ἀγώνα τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὴν ἀπόκρουση τοῦ ἐχθροῦ, τὴν τραγωδία ποὺ τοὺς ἐπιφύλασσε ἡ ξεχασμένη ἀνοικτή, μικρὴ πύλη ἐξόδου, γνωστὴ ὡς Κερκόπορτα, στὴ γωνία τοῦ τεύχους τῶν Βλαχερνῶν, ἀκριβῶς προτοῦ ἑνωθεῖ μὲ τὸ διπλὸ θεοδοσιανὸ τεῖχος, μισοκρυμμένη σ’ ἕναν πύργο. Ἔτσι, βρῆκαν εὐκαιρία οἱ Τοῦρκοι ποὺ τὴν ἀντελήφθησαν καὶ εἰσέβαλαν στὸ τεῖχος, περνώντας μέσα ἀπὸ αὐτὴν σύσσωμοι καὶ οἱ Γενοβέζοι.[33] Ἐξάλλου, ὁ συμπολεμιστὴς τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τραυματισμένος στὸ στῆθος ἀπὸ βολὴ βομβάρδας ἐγκατέλειψε τὴ μάχη. Ὁ Κωνσταντῖνος καὶ οἱ Ἕλληνες μάχονταν ἠρωϊκὰ μέχρις ἐσχάτων, μόνοι στὸ πεδίον τῆς μάχης. Οἱ περισσότεροι συμπέραναν ὅτι ἡ μάχη εἶχε χαθεῖ.

Τουρκικὲς σημαῖες κυμάτιζαν στὸν πύργο ἐπάνω ἀπὸ τὴν Κερκόπορτα κι ἀκούστηκε ἡ κραυγή: «ἡ Πόλις ἑάλω». Ὁ Κωνσταντῖνος ἔστρεψε τὸ ἄλογό του καὶ κάλπασε πρὸς τὴν κοιλάδα τοῦ Λύκου καὶ στὰ ἀνοίγματα τοῦ φράκτη. Τὴν συνέχεια, ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη μάχη, μποροῦμε νὰ δοῦμε καλύτερα μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ σπουδαίου βιβλίου τοῦ Steven Runciman, «Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης», βιβλίον τοῦ πλέον ἔγκυρου καὶ ὑπεύθυνου μελετητῆ τοῦ Βυζαντίου.

Θὰ ἀναπολήσουμε τὶς ἡμέρες τῆς παλαιᾶς δόξας της, μὲ πληγωμένη ὑπερηφάνεια, μὲ νοσταλγικὴ διάθεση γιὰ μία δοξασμένη χιλιόχρονη βυζαντινὴ περίοδο.

«Οἱ Ἕλληνες ἔχουν μία κληρονομικὰ γιὰ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ αἰσθάνονται ὑπερήφανοι, μία κληρονομιὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ μέσα στὶς ἐναλλασσόμενες ὑλικὲς καταστάσεις. Στοὺς σκοτεινότερους αἰῶνες τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία, παρόλες τὶς πολλὲς δυσκολίες, τὶς πολλὲς ἀπογοητεύσεις καὶ αὐτὲς ἀκόμη τὶς ταπεινώσεις, μπόρεσε ὄχι μόνο νὰ προσφέρει πνευματικὴ ἀνακούφιση, ἀλλὰ καὶ νὰ συντηρήσει καὶ διατηρήσει τὶς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ».[34]

Λόγια του Στῆβεν Ράνσιμαν ποὺ θὰ μείνουν διαχρονικά του κορυφαίου αὐτοῦ βυζαντινολόγου, ποὺ ἀγάπησε τὸ πιὸ παρεξηγημένο κομμάτι τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του κι ἔσυρε ἀπὸ τὴ λήθη ὅ,τι θαυμαστὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει τὸ Βυζάντιο ἀναδεικνύοντας τὸ στὴν Εὐρώπη καὶ σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τὸ πολυσχιδὲς ἔργο τοῦ ἀποτελεῖ μία τεκμηριωμένη καταγραφὴ καὶ ἑρμηνεία τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας. Ὁ Ράνσιμαν εἶδε τὸ Βυζάντιο ὡς μία συμπαγῆ ἱστορικὴ ἑνότητα, τὴν ὁποία μελέτησε ἀμερόληπτα, δίνοντας στὶς ἑπόμενες γενεὲς τῶν ἱστορικῶν τὸν τρόπο, νὰ τὸ μελετήσουν περισσότερον καὶ πιὸ στοχαστικά.[35]

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Ράνσιμαν στὸ βιβλίο του «Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης», διηγεῖται μὲ μελαγχολία ἀλλὰ καὶ σπαραγμὸ ψυχῆς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας καταδικασμένης νὰ χαθεῖ, ἀλλὰ πολὺ περήφανης νὰ παραδοθεῖ. Καὶ προσθέτει ἐπίσης τὴν ὀδύνη ποὺ προξένησε στὴ Δυτικὴ χριστιανοσύνη ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸν Μάϊο τοῦ 1453. Βεβαίως, ὁ Ράνσιμαν ἀναφερόμενος στὰ αἴτια τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀναφέρει ὅτι οἱ ἐκκλήσεις τῆς Πόλης εἶχαν ἀγνοηθεῖ καὶ ἡ βοήθεια ποὺ εἶχε σταλεῖ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς κρίσης ἦταν ἀμελητέα καὶ μηδαμινή.

Ὁ Ράνσιμαν μὲ τὸ ἔργο τοῦ κατόρθωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ ἀπαλλάξει τὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τὸ στίγμα τῆς περιόδου τῆς παρακμῆς, διαφθορᾶς, δολοπλοκίας.

Συσχέτισε τὴ μεσαιωνικὴ ἔκφανση τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ σύγχρονη Ἑλλάδα. Χάρη στὸ Ράνσιμαν, τὸ ἀγγλόφωνο καὶ κατ’ ἐπέκταση τὸ διεθνὲς ἐπιστημονικὸ κοινὸ ἀνακάλυψε τὸ Βυζάντιο καὶ ἀφυπνίστηκε ἀπὸ τὴν κατάκριση ποὺ δύο αἰῶνες πρὶν ἔκανε γι’ αὐτὸ ὁ Ἔντουαρντ Γκίμπον, χαρακτηρίζοντας τὴ χιλιόχρονη ἱστορία του ὡς «θρίαμβο τῆς βαρβαρότητας καὶ τῆς θρησκείας».[36]

Βεβαίως, ὁ Ράνσιμαν ὡς ἱστορικὸς σπουδαῖος, γυρίζει πρὸς τὰ πίσω, δύο αἰῶνες πρὶν καὶ δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα σὲ ὅσα ἔγιναν κατὰ τὴν Δ’ Σταυροφορία τὸ 1204, ἡ ὁποία κατέλυσε τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Θεωρεῖ τὴν κατάληψη ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς καὶ τοὺς Φράγκους τὸ 1204 καὶ τὴν ἐγκατάσταση στὴ Βασιλεύουσα ἑνὸς Φράγκου αὐτοκράτορα, ὡς τὸ κορυφαῖο γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν κατάρρευση τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἡ Κωνσταντινούπολη ἔπεφτε στὰ χέρια ἐχθρῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐγκαινίων της, τὸ 330 μ.Χ.[37]

Ὁ Ράνσιμαν θεωρεῖ τὸν συγκλονισμὸ ποὺ ὑπέστη ἡ αὐτοκρατορία ὡς μεγαλύτερον ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ 1453, ὅταν ἡ Πόλη ἔπεσε γιὰ δεύτερη φορά. Αὐτὴν τὴν φορὰ ἡ καταστροφὴ δὲν ἀποτέλεσε ἔκπληξη, διότι εἶχε κάποιο προηγούμενο. Τὸ 1453 προσθέτει ὁ Ράνσιμαν ἡ Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ἤδη περικυκλωμένη καὶ πολιορκημένη ἐπὶ ἕναν αἰώνα, στὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου ὁ βρόγχος σφιγγόταν ὅλο καὶ πιὸ δυνατά.[38]

Ἰδιαιτέρως ὑπογραμμίζεται τὸ γεγονός, ὅτι στὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο του γιὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ Ράνσιμαν διαψεύδει ὅλους τους ἐπικριτὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ μοναχισμοῦ, τονίζοντας ὅτι στὰ θαλάσσια τείχη τῆς βασιλεύουσας ἕναν ἀπὸ τοὺς πύργους τὸν ὑπεράσπιζαν Ἕλληνες μοναχοί. Ἡ ἱστορία τοῦ Ράνσιμαν εἶναι ἀφήγηση. Μὲ αὐτὴν ἀναβιώνουμε τὸν ἱστορικὸ χρόνο καὶ παρακολουθοῦμε τὴ δυνατότητα νὰ διαλέγονται ἡ παράδοση μὲ τὴ συνείδηση ἔθνους, γλώσσας, θρησκείας καὶ κοινωνικῆς ὀργάνωσης.[39]

Ὁ Ράνσιμαν εἶναι μεγαλωστὶ μεγάλος, δικαίως καὶ οἱ σημαντικὲς θέσεις ποὺ κατέλαβε καὶ οἱ τιμητικὲς διακρίσεις του. Ὑπῆρξεν μέλος τῆς Βρετανικῆς Ἀκαδημίας, ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἐπίτιμος διδάκτωρ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπίτιμα διδακτορικὰ διπλώματα ποὺ τοῦ ἀπονεμήθηκαν κυρίως ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς Βρετανίας καὶ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς. Ὁ Δῆμος Ἀθηναίων τοῦ προσέφερε τὸ χρυσὸ μετάλλιο, τὸ 1997 τιμήθηκε στὸ Μέγαρο Μουσικῆς ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Κωστῆ Στεφανόπουλο, μὲ τὸ διεθνὲς βραβεῖο «Ὠνάσης», τὸ ὁποῖο μοιράσθηκε μὲ τὴν κ. Ντόλυ Γουλανδρὴ γιὰ τὸν πολιτισμό. Βεβαίως, μὲ μία κίνησή του συμβολικὴ διέθεσε τὸ χρηματικὸ ἔπαθλο, ποὺ συνοδεύει τὸ βραβεῖο αὐτό, γιὰ τὴν ἀναστύλωση τοῦ βυζαντινοῦ πύργου τοῦ Πρωτάτου στὸ Ἅγιον Ὅρος.[40]

Γνωρίστηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ προσωπικότητες τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν, ὅπως τὸν Γιῶργο Σεφέρη, τὸν Ἄγγελο Σικελιανὸ καὶ τὸν Δημήτρη Χόρν. Τὸ 1958 χρίσθηκε ἱππότης ἀπὸ τὴν βασίλισσα Ἐλισσάβετ καὶ δὲν σταμάτησε νὰ δίνει διαλέξεις στὰ μεγαλύτερα Πανεπιστήμια τοῦ κόσμου. Οἱ ἀκροατὲς τοῦ μαγεύονταν πάντοτε ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ κυρίως ὅταν διηγοῦνταν μὲ μελαγχολία ἀλλὰ καὶ σπαραγμὸ ψυχῆς τὶς τελευταῖες στιγμὲς μιᾶς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καταδικασμένη νὰ χαθεῖ, ἀλλὰ πολὺ περήφανη γιὰ νὰ παραδοθεῖ.[41]

Συνεργάστηκε μὲ τὸ Βρετανικὸ Μουσεῖο, τὸ Μουσεῖο Βικτώρια καὶ Ἄλμπερτ, τὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Λονδίνου καὶ τιμήθηκε μὲ πολλὰ πανεπιστημιακὰ διπλώματα, καὶ ἡ Ἑλλάδα τοῦ ἀναγνωρίζει εὐγνωμόνως τὴ συμβολή του στὴν μετάδοση μίας εἰκόνας θετικῆς γιὰ τὴν ἀπὸ πολλοὺς παραγνωρισμένη περίοδο τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας.[42]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν ὑπῆρξεν ἕνας «περιπλανώμενος λόγιος», ἀφοῦ ἡ καρδιὰ τοῦ ἦταν στὰ ταξίδια καὶ στὴν ἔρευνα. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ δημιουργία ἐκτὸς τῶν φυσικῶν χαρισμάτων τοῦ τὸν βοήθησε καὶ τὸ οἰκογενειακό του ὑπόβαθρο. Γιὸς φιλελεύθερων νομικῶν μὲ ἔντονη πολιτικὴ δραστηριότητα, οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν τὸ πρῶτο ζευγάρι ποὺ κάθισε μαζὶ στὴ Βουλὴ τῶν Κοινοτήτων. Πρὶν κλείσει τὰ 30 τοῦ ἦταν ἤδη Καθηγητὴς στὸ Κέϊμπριτζ ὡς Βυζαντινολόγος. Στὰ ταξίδια τοῦ συναντᾶ σπάνιες προσωπικότητες, ἀνθρώπους μυθικούς, ἀπὸ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο ὡς τὸν Ποὺ Γί, τὸν τελευταῖο αὐτοκράτορα τῆς Κίνας. Μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τοποθετεῖται ἀκόλουθος Τύπου στὴ Σόφια, φυγαδεύεται στὴ συνέχεια στὸ Κάιρο, μεταβαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τῆς Τουρκίας πηγαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ 1997 σὲ συνέντευξή του στὸ «Βῆμα», διηγήθηκε πὼς βρέθηκε στὴν Πόλη τῶν μελετῶν του. Ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε, ὁ πρόεδρος Ἰνονοὺ περπατοῦσε στὴν Πόλη καὶ ζητοῦσε πληροφορίες γιὰ διάφορα κτίρια ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ κανεὶς δὲν γνώριζε, παρὰ μόνον ὅτι ἦταν βυζαντινά. Ζήτησε, λοιπόν, νὰ τοῦ βροῦν ἀμέσως ἕναν Καθηγητή. Καθὼς ὁ Ἄγγλος πρόξενος στὴν Τουρκία ἦταν μαθητής του, τοῦ ζητήθηκε ἡ ἐπιστημονική του βοήθεια καὶ ἔτσι ὀργάνωσε τὴν ἕδρα Βυζαντινῶν Σπουδῶν στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ἐπὶ τρία χρόνια ἀπὸ τὸ 1942 ὡς τὸ 1945 ὁ Ράνσιμαν δίδαξε καὶ στὸ λίκνο τοῦ μεσαιωνικοῦ ἑλληνισμοῦ Βυζαντινὴ Ἱστορία καὶ Τέχνη. Τὸ 1945 ἦλθε στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ διευθύνει ἐπὶ δύο χρόνια τὸ Βρετανικὸ Συμβούλιο.[43]

Κάποια βιώματά του κατὰ τὴ μακρόχρονη ἐπιστημονική, διπλωματική, πολιτιστικὴ καὶ ἐρευνητική του πορεία, μᾶς μεταφέρει ἐντυπωσιακά, μὲ καθαρότητα, σαφήνεια καὶ μὲ τὴ γνωστὴ εὐφυΐα του, μὲ ψυχραιμία καὶ γλυκύτητα καὶ μὲ τὴν ἑδραιωμένη σοφία του.[44] Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία δέχθηκε τὴν τυπικὴ παιδεία περὶ τὶς κλασικὲς σπουδές, ἀλλὰ ἔχοντας δίψα νὰ ἀνακαλύψει, ἔγινε ἱστορικός. Προτοῦ πάει σχολεῖο εἶχε ἀρχίσει νὰ ἔχει ἐπαφὴ μὲ τὰ ἑλληνικὰ μὲ τὴ γκουβερνάντα του. Καὶ ὡς ἱστορικὸ τὸν ἤλκυσε τὸ Βυζάντιο ποὺ ἦταν ἀποκλεισμένο καὶ παραμελημένο ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Καὶ προσθέτει ὅτι, πάντα ἤλκυε τὸ ἐνδιαφέρον του ἡ θεολογικὴ Ἱστορία, λέγοντας χαριτολογώντας «μὴ φαντασθεῖτε βεβαίως ὅτι εἶμαι κανένας ἅγιος!». Καὶ συνεχίζει ὅτι καὶ ἡ θεολογικὴ Ἱστορία ἦταν μᾶλλον παραμελημένη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ὅ,τι πιὸ συναρπαστικὸ μελέτησε στὴ ζωὴ τοῦ  ἦταν ἡ θεολογικὴ σκέψη καὶ ἡ βυζαντινὴ τέχνη.[45]

Μᾶς ἀποκαλύπτει κι ἄλλες ἐνδιαφέρουσες εἰδήσεις ἀπὸ τὴν παραμονὴ καὶ διδασκαλία του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν χρειάσθηκε νὰ ἐνημερώσει τὸν πρόεδρο τῆς Τουρκίας Ἰνονοῦ γιὰ τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα, ὑπῆρχε διερμηνέας ποὺ μετέφραζε φράση – φράση. Τὰ μαθήματα Ἱστορίας μόνο Τοῦρκοι ἐπιτρεπόταν νὰ παρακολουθοῦν, ἀλλὰ στὸ μάθημα Βυζαντινῆς Τέχνης συμμετεῖχαν καὶ μειονότητες. Τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον ἀπὸ ὅλα ἦταν ὅτι ὁ Κοσμήτορας ἦταν κρητικῆς καταγωγῆς. Καθὼς λοιπὸν μᾶς πληροφορεῖ ὁ Runciman μπῆκε βιαστικὰ στὸ γραφεῖο τοῦ χωρὶς νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα, τὸν εἶδε νὰ κρατᾶ σημειώσεις στὰ ἑλληνικά. Καὶ ὁ Κοσμήτορας παρακάλεσε θερμῶς τὸν Runciman νὰ μὴν τὸ πεῖ πουθενά. Καὶ συμπλήρωσε ὁ Runciman: «Τώρα πιὰ ἔχει περάσει μισὸς αἰώνας, μπορῶ νὰ σᾶς τὸ μαρτυρήσω».[46]

Ὅταν ἦλθε ὡς διευθυντὴς τοῦ Βρετανικοῦ Συμβουλίου στὴν Ἀθήνα ἦταν χρόνια δύσκολα ἀνάμεσα σὲ δύο ἐμφύλιες συγκρούσεις, ὅμως οἱ Ἕλληνες ἦταν φιλικοὶ καὶ καμιὰ φορᾶ ὑπερβολικὰ φιλικοί.  Στὴν Ἀθήνα βρῆκε τὴ ζωὴ ὡραία ἀλλὰ καὶ σκληρή. Δὲν ὑπῆρχε νερὸ οὔτε τρόπος νὰ τὸ ζεστάνει. Καὶ μάζευε ὁ μέγας Βυζαντινολόγος ξύλα ἀπὸ τὰ δασάκια γιὰ νὰ ἀνάβει φωτιά. Ἔμενε ψηλὰ στὴν ὁδὸ Σκουφὰ καὶ ἀπὸ τὸ κρεββάτι τοῦ ἔβλεπε τὴν Ἀκρόπολη καὶ πέρα ὡς τὴ θάλασσα. Μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἦταν ἐνδιαφέρον νὰ παρατηρεῖ τὴ ζωὴ καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐργάζεται στὸ Βρετανικὸ Συμβούλιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχαν δοθεῖ πολλὲς ὑποτροφίες γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀγγλία καὶ ὑπογραμμίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχαν τότε ἄνθρωποι ὅλο ἐνδιαφέροντα καὶ ἀνησυχίες ποὺ ἤθελαν νὰ σπουδάσουν.[47] Ὁ Ράνσιμαν ἐξέφρασε τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴν Ἀθήνα, τὴν ὁποία ἐπισκεπτόταν συχνὰ ζώντας ὅλες τὶς μεταμορφώσεις της, ἀπὸ μικρὴ καὶ χαριτωμένη πολιτεία ποὺ ἦταν ἔφθασε νὰ τὴν βλέπει ὡς ἁπλωμένη καὶ θορυβώδη.[48]

Ἡ ἀγάπη του, ἐξάλλου, γιὰ τὴν κλασική μας παιδεία εἶναι ἐντυπωσιακὴ καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ πήγαινε σχολεῖο οἱ κλασικὲς σπουδὲς ἦταν ἀπαραίτητο στοιχεῖο μίας καλῆς μόρφωσης, ἀλλὰ καὶ ὅταν δίδασκε στὸ Trinity College, οἱ συνάδελφοί του ποὺ εἶχαν διδαχθεῖ στὸ σχολεῖο τοὺς κλασικοὺς εἶχαν περισσότερα βραβεῖα ἀπὸ ὅ,τι εἶχε ὁλόκληρη ἡ Γαλλία, ὁ διακεκριμένος μάλιστα Καθηγητής, λόρδος τοῦ Ράδερφορντ, ἐξέφραζε τὴ λύπη τοῦ διότι οἱ νέοι ἐπιστήμονες δὲν διάβαζαν τὸν κλάδο τῶν κλασικῶν ποὺ δίνει ἔμφαση στὴν καθαρὴ σκέψη καὶ μία γλώσσα ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἐπιστήμη μὲ τὶς περισσότερες λέξεις της.[49]

Ἡ ἱστορία κατὰ τὸν Ράνσιμαν, δὲν εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ λιμνοῦλες σὲ στάσιμα νερά. Εἶναι ποταμὸς ποὺ κυλᾶ.

Τὸ βιβλίο τοῦ ἐξάλλου, «Βυζαντινὴ Θεοκρατία»[50], περιέχει διαλέξεις τοῦ συγγραφέα ποὺ ἔδωσε στὸ Ἰνστιτοῦτο Weil τοῦ Cincinnati καὶ ἀφοροῦσαν τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὸ Βυζάντιο. Στὸ βιβλίο αὐτὸ διατρανώνεται ἡ πίστη τοῦ συγγραφέα ὅτι καμία μορφὴ διακυβέρνησης δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιζήσει χωρὶς τὴ γενικὴ ἐπιδοκιμασία τοῦ κοινοῦ. Καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι πέρα ἀπὸ τοὺς μοναχούς, οἱ συνηθισμένοι ἄνθρωποι στὸ Βυζάντιο, ἄντρες καὶ γυναῖκες, πίστευαν ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία τοὺς εἶναι ἡ ἐπίγεια Ἁγία Αὐτοκρατορία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ἱερὸ Αὐτοκράτορα ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ πρὸ τοῦ λαοῦ καὶ ἀντιπρόσωπο τοῦ λαοῦ πρὸ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ἕνδεκα αἰῶνες, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ πρώτου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς μέρες τοῦ ἑνδέκατου, ὁ θεοκρατικὸς θεσμὸς τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας παρέμεινε οὐσιαστικὰ ἀμετάβλητος.[51]

Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία διατήρησε μία εὐρύτερη ἀντίληψη. Θεώρησε τὸν ἑαυτό της ὡς Οἰκουμενικὴ Αὐτοκρατορία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγκαλιάζει θεωρητικὰ ὅλους τους λαοὺς τῆς γής, ποὺ θεωρητικὰ καὶ πάλι ἔπρεπε νὰ εἶναι μέλη τῆς μίας, ἁγίας, χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας της. ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἔτσι καὶ τὸ βασίλειο τοῦ ἀνθρώπου, στὴ γῆ εἶναι δημιουργημένο κατ’ εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὅπως ὁ Θεὸς βασιλεύει στοὺς οὐρανούς, ἔτσι κι ὁ Αὐτοκράτορας δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα Του, θὰ πρέπει νὰ βασιλεύει στὴ γῆ καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολές του.[52]

Ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Runciman, τὸ κακὸ εἶχε εἰσχωρήσει στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶχε ρυπανθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἄν, βεβαίως, μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ἀντίγραφο, ἡ ἑλληνικὴ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖται εἶναι «μίμησις», ἀπομίμηση, δηλαδὴ ὁ Αὐτοκράτορας, οἱ ὑπουργοὶ καὶ οἱ σύμβουλοί του νὰ μιμοῦνται τὸ Θεό, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους Του, τότε θὰ μπορεῖ ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆ νὰ γίνει μία σωστὴ προετοιμασία γιὰ τὴν ἀληθινὴ πραγματικότητα τῆς ζωῆς στὸν οὐρανό. Καὶ προσθέτει ὁ Runciman, ὅτι ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα αἰῶνες ἀκμῆς ἔφθασε σὲ παρακμή. Ἡ ἁμαρτία εἶχε θριαμβεύσει καὶ ἀπέτυχε νὰ ἀντιγράψει τὸ οὐράνιο ὑπόδειγμα. Ὅμως, ὁ Αὐτοκράτορας στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν ἔμεινε μέχρι τέλους ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἱερὴ κεφαλὴ τῶν λαῶν τῆς γής.

Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ τῶν Βυζαντινῶν δὲν εἶχε καμία παράλληλή της. Καὶ ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴν ἑλληνικὴ λέξη Ἐκκλησία, ἐννοοῦν πάντοτε ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῶν πιστῶν, στὴ Δύση χρησιμοποιεῖται ὅλο καὶ περισσότερο ἡ λέξη Ἐκκλησία γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἱερατικὴ ἱεραρχία σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία.[53]

Γιὰ ἕντεκα αἰῶνες, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ πρώτου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς μέρες τοῦ ἑνδέκατου, ὁ θεοκρατικὸς θεσμὸς τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας παρέμεινε οὐσιαστικὰ ἀμετάβλητος. Κανένας ἄλλος θεσμὸς σὲ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς, παρατηρεῖ ὁ Runciman, δὲν ἄντεξε τόσο πολύ.[54]

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε λίγο στὸ βιβλίο τοῦ Runciman «Μυστρᾶς».[55] Ὁ συγγραφέας, μὲ τὴν εὐγένεια ποὺ τὸν διακρίνει ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη του «γιὰ ὅλα ὅσα ὀφείλει στὸ Μυστρὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους του». Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἐμεῖς τοῦ ὀφείλουμε, ἀφοῦ προσπάθησε νὰ μᾶς δώσει μία ὁλοκληρωμένη ἱστορία τοῦ Μυστρά, νὰ ἐξηγήσει πὼς δημιουργήθηκε, νὰ ἀναφερθεῖ στὴ σπουδαιότητά του, στὴ διάρκεια τῶν δύο τελευταίων ἑκατονταετηρίδων τοῦ Μεσαίωνα καὶ νὰ ἀναφερθεῖ στὴ συνέχεια στὴ θλιβερὴ ἱστορία τῆς μακρόχρονης παρακμῆς του.[56]

Στὸ βιβλίο αὐτὸ ὁ Runciman ἀναφέρεται στὴν τοπιογραφία καὶ ἱστορικὴ Γεωγραφία τοῦ Μυστρά, στὴν ἐπιδρομὴ τῶν Φράγκων, στὴν ἵδρυσή του καὶ στὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἑλλήνων, στοὺς Δεσπότες τοῦ Μυστρά, στοὺς Φιλοσόφους του, στὴν ὅλη κατάστασή του ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῶν ἀπίστων στὸ τέλος τοῦ παλαιοῦ Μυστρά. Τὸ βιβλίο αὐτὸ συνοδεύεται ἀπὸ βιβλιογραφικὲς σημειώσεις, χάρτες τῆς Πελοποννήσου καὶ τοῦ Μυστρά, Γενεαλογικὸ Πίνακα, Κατάλογο Εἰκόνων, Εὑρετήριο, περιεχόμενα.[57] Ὁ ἐπίλογός του εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρων καὶ ἐντυπωσιακός. Ἀναφέρει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ξένων ἀρχιτεκτόνων, ἐρευνητῶν, λογίων, ποιητῶν, ἀνθρώπων τῆς Τέχνης καὶ τῶν Γραμμάτων γιὰ τὸν Μυστρά. Ἰδιαίτερο τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Γάλλου ἀρχιτέκτονα Κουσῶ, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸν Μυστρὰ τὸ 1842 καὶ ἔκανε εἰδικὴ μελέτη γιὰ τὴν Παντάνασσα, ἐκθειάζοντας τὴν ὀμορφιὰ τῶν τοιχογραφιῶν της.[58]

Ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ  10ου αἰώνα ἀνακαλύφθηκε ἡ τέχνη τοῦ Μυστρὰ καὶ ἐπανεκτιμήθηκε. Ἀξίζει ἔπαινος γι’ αὐτὸ στὸν Γάλλο λόγιο Γαβριὴλ Μιλλέ, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ βιβλία του στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, ἀποκάλυψε τὴν ἔκταση καὶ τὴν ποικιλία τῶν τοιχογραφιῶν τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Μυστρά. Εἶναι θαυμάσιες οἱ τοιχογραφίες τῆς Περιβλέπτου, τῆς Παντάνασσας καὶ τῆς Μητρόπολης.

Καὶ ἀπὸ φιλολογικῆς πλευρᾶς ἔχει ἀναγνώριση ὁ Μυστρᾶς. Στὸ Μυστρὰ τοποθέτησε ὁ Γκαῖτε, στὸ δεύτερο μέρος τοῦ «Φάούστ» του, τὴ συνάντηση τοῦ Φάουστ μὲ τὴν Ἑλένη τῆς Τροίας. Ἡ αἴσθηση τοῦ Γκαῖτε γιὰ τὸν Μυστρὰ ὅσον ἀφορᾶ στὸ συμβολισμὸ ἦταν ἀλάθητη. Δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξει καλύτερος τόπος γιὰ τὴ συνάντηση τοῦ κλασικοῦ καὶ μεσαιωνικοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Μυστρά, ποὺ ἦταν κτισμένος πάνω στὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας Σπάρτης. Σ’ αὐτὴν τὴν μεσαιωνικὴ πόλη, ὅπου οἱ κλασικὲς γνώσεις διατηρήθηκαν καὶ διδάχθηκαν μὲ τόση ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνάντηση προῆλθε, ἴσως, θὰ μᾶς πεῖ ὁ Ράνσιμαν ἡ Νέα Μάθηση τῆς Ἀναγέννησης καὶ σ’ αὐτὸ συνέβαλαν τὰ μέγιστα οἱ φιλόσοφοί του Μυστρά.[59]

Ἡ ἐγκαταλελειμμένη στὴν ἐποχὴ μᾶς παλαιὰ πόλη τοῦ Μυστρά, διατηρεῖ ὅλη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο της μὲ τὴ μονὴ τῆς Παντάνασσας, τὶς αἰώνιες παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, μὲ τὸ ἄγαλμα τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κι ἡ φαντασία ἐπιλέγει ἠρωϊκοὺς πολεμιστές, ἢ καλλιτέχνες, μεγάλες ἀρχόντισσες, πολυμαθεῖς φιλόσοφους, Δεσπότες ποὺ κουβεντιάζουν μὲ τοὺς ἀρχιτέκτονές τους καὶ καλλιτέχνες τους γιὰ τὸ πῶς θὰ αὐξήσουν τὰ λαμπρὰ ἔργα τῆς πόλης, εἴτε γιὰ τὸν φιλόσοφο Πλάτωνα ποὺ μιλάει στοὺς μαθητές του, εἴτε γιὰ τὴν ἀρχόντισσα Κλεόπα κι ἀργότερα γιὰ τοὺς Ὀθωμανοὺς πασάδες ποὺ κυβερνοῦσαν τὸ Μυστρὰ στὶς θέσεις τῶν πριγκίπων.[60]

Οἱ βιβλιογραφικὲς σημειώσεις τοῦ Ράνσιμαν περιλαμβάνουν πρωτογενεῖς καὶ δευτερογενεῖς πηγὲς καὶ ὅλες τὶς σχετικὲς μὲ τὸ θέμα μελέτες, ὁδηγοῦν τὸν μελετητὴ καὶ τὸν ἀναγνώστη στὰ ἄδυτα τῆς Ἱστορίας καὶ τὸν προκαλοῦν σὲ περαιτέρω ἔρευνες καὶ ἀναζητήσεις.

Λαμπρότερη ἐκδίπλωση τῆς ἱστορίας τοῦ Μυστρά, τῆς βυζαντινῆς πρωτεύουσας τοῦ Μοριά, ἢ διαφορετικά της Πελοποννήσου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ μεγάλου Βυζαντινολόγου – Μεσαιωνολόγου, Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν. Σπουδαῖο ἐπίσης τὸ δίτομο ἔργο τοῦ Runciman, μὲ τίτλο «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσία».[61] Τὰ περιεχόμενα τοῦ δίτομου αὐτοῦ ἔργου εἶναι ἀποκαλυπτικὰ καὶ ἐνδιαφέροντα, βασίζονται σὲ διαλέξεις ποὺ ἔδωσε ὁ συγγραφέας τους στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, μὲ θέμα: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ 1251 ὡς τὸ 1821».[62] Ὅπως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἐκδότη τοῦ ἔργου «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσία», εἶναι γραμμένη μὲ λογιότητα καὶ συμπάθεια πρὸς τὰ δεινά της.

Ὁ Ράνσιμαν μᾶς ἐκδιπλώνει τὴν Ἱστορία τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πρὶν καὶ μετὰ τὸ 1453. Θεματικὸ κέντρο τῆς μελέτης τοῦ αὐτῆς εἶναι, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἐπέζησε γαλουχούμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ ἐλπίζουν καὶ νὰ κάνουν σχέδια γιὰ τὴν ἡμέρα ποὺ θ’ ἀνακτοῦσαν τὴν ἐλευθερία τους.[63]

Γιὰ τὸ δίτομο αὐτὸ ἔργο τοῦ Steven Runciman, ἀκούστηκαν τὰ πλέον διθυραμβικὰ σχόλια. Ὁ Ἄγγλος ἐκδότης τοῦ ἔργου αὐτοῦ σημειώνει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὰ ἑξῆς: «Τὸ διεθνὲς ἐπιστημονικὸ κοινὸ καὶ τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ συγκινήθηκε περισσότερο ἀνακαλύπτοντας τὴ βαθιὰ λύπη τοῦ συγγραφέα γιὰ τὴν ἅλωση, καὶ τὸ σεβασμό του πρὸς τὸ Πάνσεπτο Πατριαρχεῖο. Ἐκεῖνο ποὺ συγκινεῖ καὶ ἐκπλήσσει τὸν Ἕλληνα ἀναγνώστη εἶναι ἡ ἐμβάθυνση τοῦ συγγραφέα στὴν πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, γιατί μόνο ἐπὶ σειρὰ γενεῶν γαλουχημένοι μέσα στὴν κοινωνία ὀρθοδόξων, πιστοί, εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν κατανοήσουν, ὅπως τὴν κατανόησε ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν.[64]

Ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία πάνω ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες, ἐξετάζει τὶς σχέσεις τοῦ χρόνου μὲ τὴν αἰωνιότητα. Εἶναι μία γέφυρα μεταξύ του προσωρινοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου».[65]

Εἶναι βαρυσήμαντα ὅσα σημειώνει ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, ἐπιλογικά: «Τὸ μεγάλο ἐπίτευγμα τοῦ  Πατριαρχείου ὑπῆρξε ὅτι, παρ’ ὅλη τὴν ταπείνωση, τὴ φτώχεια καὶ τὴν περιφρόνηση, ἡ Ἐκκλησία ἀνθεξε καὶ διατηρεῖται ὡς μία μεγάλη πνευματικὴ δύναμη. Ἡ δάδα εἶχε σκοτιστεῖ καὶ χάσει τὸ φῶς της, ὅπως παρατήρησε ὁ Ἄγγλος Πῆτερ Χέϋλυν, ποὺ ἀντιπαθοῦσε τοὺς Ἕλληνες, στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΖ’ αἰώνα, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἄφησε. Τὸ φῶς ἐξακολουθεῖ νὰ καίει καὶ καίει λαμπρότερα «καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».[66]

Τὸ βιβλίο τοῦ Ράνσιμαν, «Ἡ τελευταία Βυζαντινὴ Ἀναγέννηση»[67] (περιέχει διαλέξεις ποὺ ἔδωσε ὁ συγγραφέας στὸ Πανεπιστήμιο Queen, στὸ Μπέλφαστ, τὸ 1968. Στὸ βιβλίο τοῦ αὐτὸ συνοψίζεται μία ἀναφορὰ στὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ ὑπῆρξεν τὸ τέλος μίας μακραίωνης λαμπρῆς ἱστορίας καὶ τὸ τέλος ἑνὸς μεγάλου πολιτισμοῦ ποὺ ἔλαμψε καὶ ἐπέδρασε σ’ ὁλόκληρη τὴν Οἰκουμένη. Κι ἐνῶ τὰ μεγάλα ἔργα τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ πολιτισμοῦ κατέρρευσαν καὶ ἐρειπώθηκαν, ψηφιδωτὰ διαλύθηκαν, ἀπαλείφθηκαν τοιχογραφίες καὶ μνῆμες μίας ἀντίληψης γιὰ τὸν κόσμο ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ διατηρηθεῖ, στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων αὐτῶν αἰώνων τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, παρὰ τὴν πολιτικὴ παρακμὴ ὁ πνευματικὸς πυρσὸς ἔφεγγε μὲ αἴγλη.[68]

Κι ὅμως, κατ’ αὐτὴν τὴν ζοφερὴ περίοδο παρατηρεῖται καταπληκτικὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση, γνήσια καὶ γεμάτη ζωὴ καὶ εἶναι ἄξια του θαυμασμοῦ μας.[69]  Παρόλο ποὺ οἱ λόγιοί της Δύσης, λέγει ὁ Ράνσιμαν, ὑποστηρίζουν μερικὲς φορὲς πὼς ἡ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας εἶχε διακοπεῖ στὴ διάρκεια τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ξεχνοῦν, ἴσως, πὼς οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ Πατέρες ἦταν ἄνθρωποι βαθιὰ ριζωμένοι στὴν κλασικὴ σκέψη καὶ τὸ ἐπίτευγμά τους ἦταν ἡ ἑρμηνεία τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας μὲ ὅρους τῆς παλαιότερης ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.

Ἐπιπλέον, οἱ Βυζαντινοὶ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς κληρονόμο τοῦ κλασικοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος. Σ’ αὐτὸ στήριζαν τὴν ἐκπαίδευσή τους καὶ μάθαιναν νὰ «ἑλληνίζουν» τὴ γλώσσα τους. Τὸ ἀγαπητό τους ἀνάγνωσμα ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου. Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς βυζαντινῆς Ἱστορίας, οἱ Βυζαντινοὶ ἀνανέωναν τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τοὺς κλασικοὺς συγγραφεῖς. Καὶ καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναβιώσεις δὲν εἶναι τόσο ἐκπληκτική, ὅσο ἡ «Τελευταία Βυζαντινὴ Ἀναγέννηση». Τὴν ὥρα ποὺ ἡ αὐτοκρατορία φθειρόταν πολιτικὰ καὶ ὅδευε πρὸς τὴν ἐξαφάνισή της πληθύνθηκαν οἱ λόγιοι ποὺ ἦταν ἀφιερωμένοι στὴν ἑρμηνεία καὶ ἀνανέωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης καὶ στὴ διαφύλαξη τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Ἀκόμη καὶ ἡ λέξη «Ἕλληνας» ἀνέκτησε τὸ ἀρχαῖο της νόημα καὶ ὑπῆρξε εὐτύχημα γιὰ τὸν πολιτισμὸ ὅλης της Εὐρώπης, αὐτὴ ἡ τελευταία Βυζαντινὴ ἀναγέννηση, διότι ἐμφανίσθηκε σὲ μία στιγμὴ τῆς ἱστορίας ποὺ οἱ Δυτικοὶ λόγιοι ἦταν προετοιμασμένοι νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ ἐκτιμήσουν τὸ μορφωτικὸ κόσμο ποὺ κρατοῦσαν ζωντανὸ οἱ λόγιοί του Βυζαντίου.[70]

Τὴν περίοδο πολιτικῆς παρακμῆς τοῦ Βυζαντίου μετὰ ἀπὸ τὴν Τέταρτη Σταυροφορία καὶ τὰ ἐρείπια ποὺ ἄφησαν οἱ βάνδαλοι στὸ πέρασμά τους, οἱ αὐτοκράτορες κρατοῦν μόνο τὰ σύμβολα ποὺ τοὺς ἤρμοζε νὰ ἔχουν, προσπαθώντας νὰ σταθοῦν μέσα στὰ ἐρείπια. «Μέσα ἀπὸ τὴν ἀνείπωτη αὐτὴ καταστροφὴ προβάλλει ἡ τελευταία Βυζαντινὴ Ἀναγέννηση καὶ μέσα ἀπὸ τὰ χαλάσματα ἀναβιώνει τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα στὴν τέχνη, στὰ γράμματα, στὶς ἐπιστῆμες. Ποτὲ ἄλλοτε στὴ μακρόχρονη ἱστορία τοῦ τὸ Βυζάντιο δὲν ἔχει νὰ ἐπιδείξει λαμπρότερα παραδείγματα ἀναγέννησης ποὺ ἐμφανίζονται σὲ μία χούφτα γῆ στὸ Μυστρά, ἢ ἱστοροῦνται στὶς νωπογραφίες καὶ τὰ ψηφιδωτά της Μονῆς τῆς Χώρας τῶν Ζώντων».

Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του μεταφραστῆ τοῦ βιβλίου «Ἡ τελευταία Βυζαντινὴ Ἀναγέννηση»: «Αὐτὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἔρευνας τοῦ Steven Runciman καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀναζήτησή του στὶς πηγὲς διαγράφεται ὁλοζώντανη μία περίοδος ποὺ δὲν πορεύεται ἐσχατολογικὰ στὴν καταστροφὴ τῆς ἀλλὰ στὴν πνευματική της ἀναβίωση».[71]

Μπορεῖ νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὴν παρακμὴ τοῦ Βυζαντίου ἔχουμε ἕνα τέλος, ἴσως ὅμως αὐτὸ τὸ τέλος νὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σύγχρονης Ἱστορίας μας μὲ τὴ μεγαλύτερη λάμψη στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαντίου στοὺς τελευταίους του δύο θλιβεροὺς αἰῶνες. Στὴ σφαίρα τῆς τέχνης, στὸ χῶρο τῆς φιλοσοφίας, στὸ χῶρο τῆς βυζαντινῆς λογιοσύνης, τῆς μυστικῆς παράδοσης τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ λαμπρότερο ἑρμηνευτή της, τὸν Γρηγόριο Παλαμά.[72]

Οἱ σταυροφορίες βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρό της Μεσαιωνικῆς Ἱστορίας καὶ θεωροῦνται ἡ συγκλονιστικότερη καὶ κατ’ ἐξοχὴν ρομαντικὴ χριστιανικὴ περιπέτεια ἢ ἡ τελευταία ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομές.[73] Οἱ σταυροφορίες ὅπως ἐκδιπλώνονται στὸ τρίτομο ἔργο τοῦ Runciman ἔγιναν, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ράνσιμαν, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ συνδέονται ἄρρηκτα μὲ τὴν πορεία καὶ τὴν τύχη τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Κατὰ τὸν συγγραφέα ἡ ἀπόφαση τῶν Δυτικῶν νὰ ἐποικίσουν τὶς χῶρες τοῦ Βυζαντίου ἦταν καταστροφικὴ γιὰ τὰ συμφέροντα τῶν ἀποικιῶν ποὺ ἐγκαθίδρυσαν οἱ Σταυροφόροι στὴν ἐγγὺς καὶ Μέση Ἀνατολή, ἀλλὰ περισσότερον καταστροφικὴ γιὰ τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. «Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ πολιτισμένου Χριστιανικοῦ κόσμου». Στὶς σελίδες τοῦ Βιλλαρδουίνου βλέπουμε τὴν ἐντύπωση ποὺ ἡ Κωνσταντινούπολη προκάλεσε στοὺς ἱππότες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴ Γαλλία καὶ Ἰταλία γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουν. Δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο μία τόσο ὑπέροχη πόλη, ὅπως ἡ Κωνσταντινούπολη πού, ἦταν ἡ «βασιλὶς τῶν πόλεων».[74]

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς βάρβαρους ἐπιδρομεῖς, παρατηρεῖ ὁ Runciman, ὅπως οἱ ἄνδρες τῆς τέταρτης Σταυροφορίας, δὲν εἶχαν πρόθεση νὰ καταστρέψουν αὐτὰ ποὺ βρῆκαν, ἀλλὰ νὰ τὰ μοιραστοῦν καὶ νὰ κυριαρχήσουν ἐπ’ αὐτῶν. Ἡ ἀπληστία ὅμως καὶ ἡ ἀδεξιότητά τους, τοὺς ἔσπρωξαν σὲ μία ἀνεπανόρθωτη καταστροφή.[75]

Οἱ  Ἰταλοὶ ἀπέσπασαν μεγάλα ὀφέλη ἀπὸ τοὺς βάρβαρους ἐπιδρομεῖς, παρατηρεῖ ὁ Runciman, ἐνῶ οἱ Φράγκοι δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ κατανοήσουν τὴ μακρόχρονη ἑλληνικὴ πολιτιστικὴ παράδοση κι ὅταν ἡ παρακμὴ τοῦ Βυζαντίου σήμανε διασπορὰ τῶν σοφῶν του κυρίως καταφυγή τους στὴν Ἰταλία, ἐξαπλώθηκε ἐκεῖ ὁ ἀνθρωπισμός, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς τέταρτης Σταυροφορίας. Καὶ βεβαίως, ἡ ἰταλικὴ Ἀναγέννηση ξύπνησε, ὅπως ἐλέχθη τὴν ὑπερηφάνεια τῆς ἀνθρωπότητας, θὰ ἦταν ὅμως καλύτερα νὰ εἶχε ἐπιτευχθεῖ χωρὶς τὴν καταστροφὴ τοῦ χριστιανισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς.[76]

Ὁ Ράνσιμαν κατανόησε τὴ σημασία τῶν Σταυροφοριῶν ὡς ἕνα διεθνὲς κίνημα ποὺ κατέληξε στὴν καταστροφὴ τοῦ σπουδαιότερου μεσαιωνικοῦ πολιτισμοῦ, τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι, ὅπως λέγει, ἦταν τὰ κύρια θύματα. Ο Runciman καταδίκασε τὸ κίνημα αὐτὸ ὡς πράξη μισαλλοδοξίας, ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνιστᾶ ἁμαρτία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».[77]

Ὅπως ἀνεγράφη ὡς νεκρολογία γιὰ τὸν Runciman στοὺς «Times” τοῦ Λονδίνου, βρίσκεται στὰ λόγια αὐτὰ μὲ τὰ ὁποία καταλήγει ἡ Ἱστορία τῶν Σταυροφοριῶν ἕνα εἶδος «αὐτοτιμωρίας καὶ αὐτομαστιγώματος τῆς Δύσης».[78]

Ἀξίζει ἀπὸ τὶς συνεντεύξεις ποὺ ἔδωσε ὁ Steven Runciman, νὰ ἀνθολογήσουμε καὶ νὰ ἀπομονώσουμε ἀπαντήσεις του, λόγια βαρυσήμαντα ποὺ θὰ παραμένουν διαχρονικά.

— «Τὸ Βυζάντιο τὸ βρίσκω ἐξαιρετικὰ συναρπαστικὸ γιατί ἦταν ἕνας αὐθύπαρκτος πολιτισμός. Γιὰ νὰ μελετήσεις τὸ Βυζάντιο πρέπει νὰ μελετήσεις τὴν τέχνη, τὴ θρησκεία, ἕναν ὁλόκληρο τρόπο ζωῆς ποὺ ἦταν διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν σημερινό».[79]

— «Στὸ Βυζάντιο εἶχαν ἕναν τρόπο ζωῆς καλύτερα δομημένο,. Ἄλλωστε, ὅταν ἔχεις ἔντονο θρησκευτικὸ συναίσθημα ἡ ζωή σου «μορφοποιεῖται» κι εἶναι πολὺ πιὸ ἱκανοποιητικὴ ἀπὸ τὴ σημερινή, ὅπου κανεὶς δὲν πιστεύει σὲ τίποτα».

— «Οἱ βυζαντινοὶ διανοούμενοι ἦταν ἄνθρωποι μοναδικῆς πνευματικότητας».

— «Ἡ βυζαντινὴ τέχνη ἦταν ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες σχολὲς τέχνης παγκοσμίως. Κανένας ἀρχαῖος Ἕλληνας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κτίσει τὴν Ἁγία Σοφία, αὐτὸ ἀπαιτοῦσε πολὺ βαθιὰ τεχνικὴ γνώση. Ἡ βυζαντινὴ τέχνη ἦταν μία σχολὴ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες στὸν κόσμο κι ὅσοι Ἕλληνες διανοούμενοι σᾶς λένε ὅτι τὸ Βυζάντιο δὲ δημιούργησε τίποτε, εἶναι τυφλοί».

— «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατατρέχουν τὸ Βυζάντιο ποτὲ δὲν τὸ μελέτησαν, ξεκίνησαν μὲ προκαταλήψεις ἐναντίον του. Δὲν γνωρίζουν τί κατόρθωσε, τί ἐπετεύχθη».

— «Ἡ Ἐκκλησία ἔκανε πολλὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ Βυζάντιο εἶχε πλήρη κοινωνικὴ αἴσθηση. Τὰ Νοσοκομεῖα ἦταν πολὺ καλά, ὅπως καὶ τὰ Γηροκομεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνῆκαν κυρίως στὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως μόνο σ’ αὐτὴν ὑπῆρχαν καὶ κρατικά. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑψηλόβαθμους ἀξιωματούχους τοῦ κράτους ἦταν ὁ Ὀρφανοτρόφος. Σίγουρα ἡ Ἐκκλησία ἔπαιξε βασικὸ κοινωνικὸ ρόλο. Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα σύστημα ἐρημιτῶν ποὺ κάθονταν στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἦταν κι αὐτό, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἕνα σύστημα ἀπὸ μοναστήρια καὶ πόλεις. Τὰ μοναστήρια φρόντιζαν τοὺς Οἴκους γιὰ τοὺς γέροντες, τῶν ὁποίων οἱ μοναχοὶ μόρφωναν τὴ νεολαία, κυρίως τὰ ἀγόρια, γιατί τὰ κορίτσια μορφώνονταν στὸ σπίτι καὶ τὰ περισσότερα παρεῖχαν πολὺ καλὴ μόρφωση. Τὰ κορίτσια τοῦ Βυζαντίου εἶχαν πολλὲς φορὲς καλύτερη παιδεία, διότι ἀπολάμβαναν περισσότερη ἰδιωτικὴ προσοχή. Νομίζω ὅτι, ἡ βαθμολογία ποὺ θὰ δίναμε στὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸ Βυζάντιο, εἶναι ἰδιαίτερα ὑψηλή».

Γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἔλεγε ὅτι ἦταν τόσο καλοὶ γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ὥστε ἐπηρεάστηκαν στὴ διαμόρφωση τῆς γλώσσας. Πολλοὶ ἱστορικοὶ ἤθελαν νὰ γράψουν σὰν τὸν Θουκυδίδη, δὲν ἤθελαν νὰ γράψουν στὴ γλώσσα τους ποὺ ἦταν πιὸ φυσική, ἀλλὰ στὴν ἀρχαία …».Ὅταν ἐρωτήθηκε ὁ Ράνσιμαν ἂν ἤθελε νὰ ζεῖ στὸ Βυζάντιο, ἀπάντησε: «Ἂν ζοῦσα τότε, σκέπτομαι ὅτι θὰ ἀναπαυόμουν σὲ κάποιο μοναστήρι, ζώντας ὅπως πολλοὶ μοναχοὶ ζοῦσαν, μία ζωὴ διανοουμένου, χωμένος στὶς θαυμάσιες βιβλιοθῆκες ποὺ διέθεταν …»..[80]

Ἐρωτηθεῖς γιὰ τὸ  κατὰ πόσον ὁ Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος θὰ εἶναι θρησκευτικός, ἀπάντησε ὅτι τὸν ἀνησυχοῦν οἱ ἐξτρεμιστὲς μουσουλμάνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἕνα πολὺ ρεαλιστικὸ κίνδυνο γιὰ τὸν πολιτισμό..».

Σὲ ἄλλη ἐρώτηση πῶς βλέπει τὴν Ὀρθοδοξία μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κύκλο ἀπάντησε: «Ἔχω μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὰ χριστιανικὰ δόγματα, κυρίως γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, διότι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία ἀναγνωρίζει πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες θέλουν νὰ τὰ ἐξηγήσουν ὅλα. Εἶναι ἄσκοπο νὰ πιστεύεις σὲ μία θρησκεία, θεωρώντας ὅτι αὐτὴ ἡ θρησκεία θὰ σὲ βοηθήσει νὰ τὰ καταλάβεις ὅλα. Ὁ σκοπὸς τῆς θρησκείας εἶναι ἀκριβῶς γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε ὅλα. Νομίζω πὼς ἡ Ὀρθοδοξία συντηρεῖ αὐτὸ τὸ πολύτιμο αἴσθημα τοῦ μυστηρίου».

Καὶ σὲ ἄλλη σχετικὴ ἐρώτηση ἀπάντησε, ὅτι χρειαζόμαστε τὸ μυστήριο, αὐτὴ τὴ γνώση ποὺ λέει ὡς τὸ σύμπαν ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε. Χρειαζόμαστε, πρόσθεσε, τὴ διανοητικὴ μετριοφροσύνη, κι αὐτὴ ἀπουσιάζει εἰδικὰ μεταξὺ τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν.[81]

Ἐρωτηθεῖς τί γνώμη ἔχει γιὰ τοὺς Νεοέλληνες, ἀπάντησε ὅτι ὑπάρχει ἀκόμη ζωντανὴ στὸ λαὸ αὐτὴ ἡ γρήγορη κατανόηση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων. Οἱ Νεοέλληνες ἔχουν ὅπως οἱ Βυζαντινοὶ ἀντίληψη τῆς σημασίας τους στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν μία ἱστορικὴ ἑνότητα …».[82]

Μὲ ἀσκητικὸ βλέμμα, ὁ μέγιστος αὐτὸς βυζαντινολόγος εἶδε τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία καὶ τὸν γοήτευσε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμφαντικὰ ὑπογράμμιζε: «Οἱ Ἕλληνες ἔχουν μία κληρονομιὰ γιὰ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ αἰσθάνονται περήφανοι, μία κληρονομιὰ ποὺ δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ μέσα στὶς ἐναλλασσόμενες ὑλικὲς καταστάσεις. Στοὺς σκοτεινότερους αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐκείνη, ἡ ὁποία παρ’ ὅλες τὶς πολλὲς δυσκολίες, τὶς πολλὲς ἀπογοητεύσεις καὶ αὐτὲς ἀκόμη τὶς ταπεινώσεις, μπόρεσε ὄχι μόνο νὰ προσφέρει πνευματικὴ ἀνακούφιση, ἀλλὰ καὶ νὰ συντηρήσει καὶ διατηρήσει τὶς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ μοντερνιστὲς ἔχουν συχνὰ ὑποτιμήσει τὸ ρόλο της, ὑπογραμμίζοντας τὸ κενό, τὸ χάσμα, ποὺ ὑπάρχει μεταξύ του ἀρχαίου καὶ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀλλὰ τὸ χάσμα δὲν εἶναι ἀγεφύρωτο. Οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, διέσωσαν πολλὰ ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω ὡραία, ποὺ εἶχε ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, καὶ τὰ παρέδωσαν στὴν Ἐκκλησία, ὡς αὐτὴν τὴν ἡμέρα. Καὶ συνεχίζει: «Ὁ ἐθνικισμὸς μπορεῖ νὰ γίνει  κακὸ πράγμα. Ὅμως ἕνα αἴσθημα ἐθνικῆς ταυτότητας ποὺ νὰ μὴν βασίζεται σὲ φιλόδοξο σωβινισμό, ἀλλὰ σὲ μία μακρὰ παράδοση πολιτιστικῶν ἀξιῶν, εἶναι ζήτημα γιὰ νόμιμη καύχηση καὶ περηφάνια».[83]

Στὸ πρόσωπο τοῦ Runciman τὸ ἀγγλόφωνο καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, τὸ διεθνὲς ἐπιστημονικὸ κοινὸ ἀνακάλυψε τὸ Βυζάντιο καὶ ἀφυπνίσθηκε ἀπὸ τὴν κατάκριση ποὺ δύο αἰῶνες πρὶν ὁ Edward Gibbon ἔλεγε γι’ αὐτό, χαρακτηρίζοντας τὴ χιλιόχρονη ἱστορία του ὡς θρίαμβο τῆς βαρβαρότητας καὶ τῆς θρησκείας».[84]

Μεγάλο μέρος τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, μεταφρασμένο στὴν ἑλληνική, προσκαλεῖ κάθε φιλοβυζαντινὸ ἀναγνώστη σὲ πραγματικὴ θέση τοῦ μεσαιωνικοῦ κόσμου. Ὡς κλασικὸς ἱστορικός, ὁ Runciman ἐπιστρέφει ἐπιμελῶς στὶς βυζαντινὲς πηγές, προσφέροντάς μας μία σύνθετη εἰκόνα τῆς πολιτιστικῆς, κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς δομῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, οἱ νεότεροι βυζαντινολόγοι, θὰ πρέπει νὰ τοῦ εἶναι εὐγνώμονες, γιατί δημιούργησε τὴν πιὸ ἔγκυρη καὶ περιεκτικὴ ἱστορικὴ ἐπισκόπηση τῆς βυζαντινῆς περιόδου.[85]

Ἐξάλλου, στὸ ἄρθρο τοῦ ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, «Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός», γράφει λόγους βαρυσήμαντους ποὺ ἀποτελοῦν πνευματικὸ χρυσωρυχεῖο. Ὑπογραμμίζει ὅτι χάρη εἰς τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία ἦλθε στὸν κόσμο αὐτὸ σὲ μία μοναδικὴ στιγμὴ τῆς Ἱστορίας του. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν κατακτήσει ὅλο τὸ μεσογειακὸ κόσμο, προσφέροντας μία τεράστια ἔκταση, ὅπου μποροῦσαν νὰ ταξιδεύσουν ἀνεμπόδιστα ἄνθρωποι καὶ ἰδέες. Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν πολιτισμικὴ αὐτὴ ζωὴ τῆς περιοχῆς, δέσποζαν σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι, γαλουχημένοι στὶς παραδόσεις τοῦ κλασικοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου.[86]

Ὁ Ράνσιμαν λέγει ὅτι ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ πρῶτα της βήματα εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν πρόκληση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες μποροῦν δικαίως νὰ διεκδικοῦν τὴ συγγένεια μὲ τοὺς διανοητὲς καὶ καλλιτέχνες τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς ὁποίους κληρονόμησαν τὴ γλώσσα καὶ τὴ γῆ.

Ὁ Ἑλληνισμὸς κατὰ τὸν Runciman, ἀποτελεῖ στάση ζωῆς, ἀναζήτηση ἑρμηνείας τοῦ κόσμου, γνώση ὅλων τῶν φαινομένων καὶ ἐλπίδα ὅτι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὰ λάθη, τὶς θλίψεις καὶ τὶς τραγωδίες του, ὥστε αὐτὸ νὰ μᾶς καταστήσει ἱκανοὺς νὰ φθάσουμε στὴν ἁρμονία ποὺ ποθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Πολλοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ πολλοὶ φιλόσοφοι σήμερα ἦταν εἰλικρινὰ ἀπαισιόδοξοι.

Ὁ ἐρχομὸς ὅμως τοῦ Χριστιανισμοῦ πρόσφερε λύση σὲ ὅλα. Ἡ αὐστηρὴ ἐμμονή του, λέγει ὁ Runciman, στὶς ἠθικὲς ἀξίες, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἔμφαση ποὺ ἔδινε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν πίστη του στὴν τελικὴ λύτρωση, γοήτευσε πολλοὺς στοχαστές. Γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὸς στὸν κόσμο τῆς διανοήσεως, ὄφειλε νὰ συνταυτισθεῖ μὲ τὸν κυρίαρχο Ἑλληνισμό. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ μεγάλο ἐπίτευγμα τῶν πρώτων  Χριστιανῶν Πατέρων, κυρίως τῶν Καππαδοκῶν, τὸ ὅτι κατόρθωσαν νὰ ἐκφράσουν τὸ χριστιανικὸ δόγμα μὲ ὅρους ποὺ ἦταν ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους, οἱ δὲ μεγάλες οἰκουμενικὲς σύνοδοι πρόσφεραν τὸ φιλοσοφικὸ ὑπόβαθρο, τὸ ὁποῖο χρειαζόταν ἡ Ἐκκλησία.[87]

Κι ὅταν κατέρρευσε ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς καταλήψεις κι ὅταν οἱ  Ρωμαῖοι διοικητὲς ἀναγκάσθηκαν νὰ παραιτηθοῦν, ἡ μόνη ἐναπομείνασα μορφωμένη τάξη ἦταν ὁ κλῆρος, ὁ ὁποῖος δὲν περιορίσθηκε μόνον στὸ καθῆκον του νὰ μεταστρέψει στὸν Χριστιανισμὸ τοὺς εἰσβολεῖς ἀλλὰ προμήθευσε τοὺς νέους ἄρχοντες μὲ ἐγγραμμάτους ὑπαλλήλους καὶ  πρὸ πάντων νομικούς.[88]

Στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ὁ μυστικὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ βρεῖ τὸ δικό του δρόμο πρὸς τὴν σωτηρία. Ἡ παράδοση τοῦ ἑλληνισμοῦ ἔχει ἐπιζήσει ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ράνσιμαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ εἶναι ἀπαραίτητη καὶ σήμερα. Καὶ παρατηρεῖ ὅτι, ἡ προσπάθεια τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ ἐκσυγχρονίζουν τὴ θρησκεία περιορίζει τὸ αἰώνιο μήνυμά της καὶ ἡ μέριμνα νὰ ὑποτάξουν τὴν θεολογία στὴ λογικὴ συμφώνως πρὸς τὰ σύγχρονα κοσμικὰ στερεότυπα, ἁπλῶς ὁδηγεῖ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ στὸν ἀγνωστικισμὸ ἢ ἀκόμη καὶ στὸν ἀθεϊσμό.

Καὶ προσθέτει: «ἂν οἱ ὀρθόδοξοι διατηρήσουν τὴ συμμαχία τους μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ θὰ μπορέσουν νὰ διατηρήσουν τὴν πνευματικότητά τους». Τὸ πιὸ δὲ παρήγορο καὶ ἐλπιδοφόρο μήνυμά του εἶναι τὸ ἑξῆς: «Ἴσως μετὰ ἀπὸ ἕναν αἰώνα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ εἶναι ἡ μόνη ἀπὸ τὶς Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες ποὺ θὰ ἔχει ἐπιζήσει, ἀφοῦ μόνη αὐτὴ θυμᾶται πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο καὶ πὼς ὁ Χριστιανός, βοηθούμενος ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς θεολόγους τοῦ παρελθόντος  καὶ ὄχι τρομοκρατούμενος ἀπὸ αὐτούς, δύναται νὰ ἀκολουθήσει τὶς παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοπίστους ἀδελφούς του, παραμένοντας εὐπειθὲς τέκνον τῆς Ἐκκλησίας του, νὰ βρεῖ τὸν δικό του δρόμο πρὸς τὴ σωτηρία».[89]

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν μᾶς ἔκανε αἰσιόδοξους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου καὶ τῶν Βυζαντινολογικῶν σπουδῶν σ’ ὁλόκληρη τὴν ὑφήλιο καὶ στὴν Ἀμερικὴ μὲ τὸ διάσημο Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, στὴν Οὐάσιγκτον DC, στὸ Dumbarton Oaks,  ἱδρυμένο ἀπὸ μία ἑκατομμυριοῦχο Ἀμερικανίδα, ἡ ὁποία ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ πάθος γιὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινούπολης. Καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι χάρη στὸν Ράνσιμαν καὶ στοὺς πολλοὺς μαθητὲς τοῦ τὸ Βυζάντιο γίνεται ὅλο καὶ πιὸ γνωστὸ καὶ στὰ διάφορα Πανεπιστήμια τοῦ κόσμου δὲν θεωρεῖται πιὰ σὰν κάτι σκοτεινὸ ἢ ἄγνωστο θέμα, αὐτὸ εἶναι τὸ ἐλπιδοφόρο μήνυμα.[90]

Ἀναφερόμενος ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὑποστήριξε ὅτι οἱ ἐπισκέπτες τοῦ ἐπιστρέφουν ἐνθουσιασμένοι  καὶ ἀνέφερε ἐπίσης τὴν περίπτωση τοῦ πρίγκιπα καὶ διαδόχου της Ἀγγλίας, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τὸ ἐπισκέπτεται καὶ εὐχαριστιέται νὰ μένει ἐκεῖ.

Ὁ Ράνσιμαν ἔχει κατ’ ἐπανάληψιν ἐκδηλώσει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν Ἀγγλικανικὴ καὶ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία καὶ συνηθίζει νὰ ἐπαναλαμβάνει ὅτι, εὐτυχῶς ὑπάρχει ἡ Ὀρθοδοξία καὶ μᾶς δίνει τὴν ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ὅτι ἐντυπωσιάζει ὁ αὐξανόμενος ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ ἀσπάζονται τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μάλιστα στὴ Βρετανία.[91] Καὶ προσθέτει ὅτι, ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει τὴν πραγματικὴ πνευματικότητα ποὺ οἱ ἄλλες δὲν μποροῦν πλέον νὰ μεταδώσουν. Καταλήγει μάλιστα στὴν πρόβλεψη ὅτι, ἡ Ὀρθοδοξία θὰ διατηρηθεῖ σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἄλλες.

Ὅταν ἐρωτήθηκε ποιὰ βυζαντινὴ φυσιογνωμία θαύμαζε περισσότερο καὶ γιατί, ἀπάντησε ὅτι γενικὰ θαύμαζε μερικοὺς θρησκευτικοὺς ἄνδρες καὶ μάλιστα πολλὰ πνευματικὰ ἀναστήματα ποὺ πρόσφεραν πολλὰ πράγματα καὶ ὑπηρεσίες στὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμό. Εἶπε, ἐπίσης, ὅτι τὸν ἀναπαύουν τὰ δόγματα τὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.[92]

Ὡς πεμπτουσία τοῦ Βυζαντίου θεωροῦσε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ διατηροῦσαν ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλῆς στάθμης καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦσε ὡς τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο τους καὶ ἕνα εὐρὺ καὶ ἐλεύθερο θρησκευτικὸ ἐπίπεδο. Ὑπογράμμισε τὸ ρόλο τῶν βυζαντινῶν ἱεραποστολῶν ποὺ ἐνεθάρρυναν τὴν ἔκδοση ἱερῶν κειμένων στὴ γλώσσα τῶν νεοεισαχθέντων χριστιανῶν, κάτι ποὺ ὅπως εἶπε, δὲν θὰ ἔπραττε ποτὲ ἡ Ρώμη. Καὶ ἐξέφρασε τὴν πεποίθηση ὅτι τὸ Ἅγιον ὅρος ἀποτελεῖ τὴ συνέχεια τῆς βυζαντινῆς παράδοσης καὶ ἐξέφρασε τὴ μεγάλη εὐφορία του, μὲ τὴν πρόοδο καὶ «ἀναγέννηση» τοῦ σύγχρονου ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ.

Καὶ προσέθεσε ὅτι, ἡ ἀναγέννηση αὐτοῦ του Βυζαντινοῦ χώρου, δικαιώνει τὶς ἐλπίδες κι αὐτὸ δείχνει τί σήμαινε ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἡγεμόνες καὶ τὸ λαό της. Ἐκφράζει τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τὴν ἀναζωογόνηση ποὺ αἰσθάνθηκε πηγαίνοντας στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐπίσης τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ ὁ ψάλσιμο τῆς Βατοπαιδινῆς χορωδίας ποὺ τὴ διακρίνει ἡ ἀπουσία ἐκκοσμίκευσης καὶ δημιουργεῖ μία ὑπερβατική, ὅπως εἶπε, ποιότητα, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ὑπάρχει στὴ βυζαντινὴ μουσική.[93]

Ἕνας λαμπρὸς κύκλος ζωῆς μεστῆς πνευματικότητας, ἔρευνας, ἐπιστημοσύνης, συγγραφῆς, προσφορᾶς, τοῦ Σὲρ Στῆβεν Ράνσιμαν ἔκλεισε.

Ἡ μοναδική του μορφή, μεγάλου πνευματικοῦ διαμετρήματος, λείπει αἰσθητὰ ὄχι μόνο ἀνάμεσα στοὺς βυζαντινολόγους, μεσαιωνολόγους καὶ φιλίστορες γενικῶς, ἀλλὰ καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγάπησαν καὶ διδάχθηκαν καὶ ἐμπνευσθῆκαν ἀπὸ τὸ ἔργο του καὶ θὰ συνεχίσουν νὰ τὸ θεωροῦν ὡς τὴν ἰσχυρότερη πνευματικὴ ἁρματωσιά τους γιὰ τὴν περαιτέρω μελέτη τοῦ Βυζαντίου.

Δικαιοῦται νὰ τοῦ καταθέτουμε παντοτινὰ τὴν εὐγνωμοσύνη μας καὶ νὰ συνεχίσουμε νὰ μελετᾶμε τὴ λαμπρὴ χιλιόχρονη βυζαντινὴ Ἱστορία μὲ τὸ ἴδιο πάθος καὶ τὸ ζῆλο ποὺ καὶ ἐκεῖνος ἀγάπησε καὶ ἐρεύνησε.

 

 

Ο Π Ι Σ Θ Ο Φ Υ Λ Λ Ο

 

«Χαίρομαι μὲ τὴ σκέψη ὅτι στὰ ἑπόμενα 100 χρόνια ἡ Ὀρθοδοξία θὰ εἶναι ἡ μόνη ἱστορικὴ Ἐκκλησία ποὺ θὰ ὑφίσταται …. Μοῦ κάνει ἐντύπωση ὁ αὐξανόμενος ἀριθμὸς αὐτῶν ποὺ ἀσπάζονται τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μάλιστα στὴν Βρετανία. Πιστεύω ὅτι, προφέρει μία πνευματικότητα ποὺ οἱ ἄλλες ἐκκλησίες δὲν μποροῦν πλέον νὰ μεταδώσουν. Ὅλα αὐτὰ μὲ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία θὰ διατηρηθεῖ σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἄλλες».

 

«Οἱ Βυζαντινοὶ διατηροῦσαν πάντοτε –  ἂν καὶ σὲ ὁρισμένες περιστάσεις δὲν τὸ πέτυχαν ἐξ ὁλοκλήρου –  ἕνα πνευματικὸ ἐπίπεδο ὑψηλῆς στάθμης καὶ φρονῶ ὅτι αὐτὸ εἶναι μᾶλλον ἡ πεμπτουσία, τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο της. Καὶ θὰ τόνιζα ὅτι εἶναι ἕνα εὐρὺ καὶ ἐλεύθερο θρησκευτικὸ ἐπίπεδο».

 

«Ἂν ζοῦσα τότε (ἐννοεῖται τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου) σκέφτομαι ὅτι θὰ ἀναπαυόμουν σὲ κάποιο μοναστήρι ζώντας, ὅπως πολλοὶ μοναχοὶ ζοῦσαν, μία ζωὴ διανοουμένου, χωμένος στὶς θαυμάσιες βιβλιοθήκης ποὺ διέθεταν …».

 

«Ἔχω μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὰ χριστιανικὰ δόγματα καὶ κυρίως γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, διότι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία ἀναγνωρίζει πὼς ἡ θρησκεία εἶναι μυστήριο».

 

«Χρειαζόμαστε τὴ διανοητικὴ μετριοφροσύνη κι αὐτὴ ἀπουσιάζει μεταξὺ τῶν Δυτικῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν».

 

«Ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι διατηρήσουν τὴ συμμαχία τους μὲ τὸν Ἑλληνισμό, θὰ μπορέσουν νὰ διατηρήσουν τὴν πνευματικότητά τους».

(ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ)

[1] Βλ. Άλέξη Κ. Σαββίδη, Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν, Τό κλείσιμο ένος λαμπρού κύκλου, ΈφημερΙς «Ελευθεροτυπία», 24.11.2000, σ. 26.

[2] Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια, Στήβεν Ράνσιμαν «Βικιπαίδεια» Μαίρη Παπαγιαννίδου – Βυζαντινός πατρίκιος, Έφημερις «ΤΟ ΒΗΜΑ», Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2000

[3] ’Ίδια ό.π., Βυζαντινός Πατρίκιος, έφημερις «ΤΟ ΒΗΜΑ», Κυ­ριακή 12 Νοεμβρίου 2000, σ. 26.

 

[4] Άλέξη Κ. Σαββίδη, Σέρ Στηβεν Ράνσιμαν, ό.π., σ. 26.

[5] Βλ. Στήβεν Ράνσιμαν, δ.π. «Βικιπαίδεια».

[6] Βλ. Άλέξη Γ. Κ. Σαββίδη, δ.π. σ. 26

[7] Μαίρη Παπαγιαννίδου, ο.π.

[8] ’Ίδια,  ό.π. -Στήβεν Ράνσιμαν, Τό Βήμα, 1997, http.//www.tovima.gr/opinions/article

[9] Βλ. άρθρο, «Εύτυχώς ύπάρχει ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία», ’Εφημερί­δα «Καθημερινή», Κυριακή, 5 Νοεμβρίου 2000, σ. 38

[10] Βλ. Εφημερίδα «Καθημερινή», «Εύτυχώς υπάρχει ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία», ο.π., σ. 38.

 

[11] Στήβεν Ράνσιμαν, «Βικιπαίδεια», ο.π.

[12] ’Ίδιος, ο.π.

[13] Βλ. Αγγελική Λάί’ου, ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ, Άπό τό «The New Griffon», Περιοδική ’Έκδοση τής Γενναδίου Βιβλιοθήκης, χ.α.σ.

[14] Ίδια, ό π.

[15] Βλ. σχετικά, Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν, Τό κλείσιμο ενός λαμπρού κύκλου, «Ελευθεροτυπία», 24.11.2000, δπου βλ. συνέντευξη στήν Ανα­στασία Λαμπρία, «Τό Βήμα τής Κυριακής», 21.9.1997.

[16] Μαίρη Παπαγιαννίδου, δ.π.

[17] Ίδια, ό .π.

[18] Βλ. σχετικά, Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, πρώτη έκδοση 1933, πρώτη έκδοση στά ελληνικά 1969, Μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη, έκδόσεις «ΓΑΛΑΞΙΑΣ».

[19] Δημήτριος Τενές, Βιβλιοπαρουσίαση: Βυζαντινός Πολιτισμός, Στήβεν Ράνσιμαν, (Γαλαξίας – Έρμείας 1969, Ή νεώτερη έκδοση 2004), “Αντίβαρο”, χ.α.σ.

[20] Στήβεν Ράνσιμαν, «Βυζαντινός Πολιτισμός», ό.π., τελευταίο οπι­σθόφυλλο.

[21] Στήβεν Ράνσιμαν, «Αντίβαρο», ο.π. σ. 1 άπό 17 και σ. 8 άπό 17

[22] ό.π., σ. 2 άπο 17.

[23] Άλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν, «Τό κλείσιμο ένός λαμπρού κύκλου», ο.π., όπου βλ. γιά τήν κύρια έργογραφία τοΰ Στήβεν Ράνσιμαν, Α. Σαββίδης, Νέα Εστία, τόμος 130, τεύχος 1546, 1.12.1991, σ.σ. 1607-1608

[24] Άλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, ό.π.

[25] Αγγελική Λαΐου, ό.π., σ. 2.

[26] . Αγγελική Λαΐου, ό.π., σ. 2.

 

 

[27] Αγγελική Λάί’ου, ο.π., σ. 3 άπό 4..

[28] Αγγελική Λάιου, ο.π

[29] Αγγελική Λαΐου, ό.π., σ. 4 από 4.

 

[30] Ίδια, ο.π.

[31] Βλ. Steven Runciman, «Ή ‘Άλωση τής Πόλης, 1453», έκδόσεις Παπαδήμα, 2005.

[32] Βλ. “Ίνφογνώμων Πολιτικά”, infognomonpolitics@gmail.com., σ.1 από 10, 2 άπό 10.

[33] “Ίνφογνώμων”, ό.π., σ. 4. Παπαδήμα, 2005

[34] “Ίνφογνώμων”, ο.π. σ. 6 άπό 10.

[35] Ίδιο, ό.π.

[36] “Ίνφογνώμων”, ο.π. σ. 6 άπό 10.

[37] Ίδιο, ό.π.

[38] ό.π.

[39] ό.π.

[40] Βλ. Στήβεν Ράνσιμαν: Ό Μέγιστος Βυζαντινολόγος του 20οϋ αιώνα, http://anakalyhpsi.blogspot.gr, Σάββατο 20.3.2012, σελ. 1.

[41] ό.π.

[42] ό.π.

[43] ο.π., σ. 3.

[44] Λαμπρία Αναστασία, Σέρ Στήβεν Ράνσιμαν, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.9.1997, σ. 1.

[45] ’Ίδιο, ό.π., σ. 2.

[46] ό.π.

[47] Ίδιο, ο.π.

[48] ο.π., σ. 3.

 

[49] ό.π.

[50] Steven Runciman, «Βυζαντινή Θεοκρατία», Cambridge, έκδόσεις «ΔΟΜΟΣ».

[51] Ίδιος, δ.π. σ. 11 και τελευταίο έξώφυλλο βιβλίου.

[52] Ίδιος, δ.π., σ. 159.

[53] Ίδιος, ο.π., σ. 11.

[54] Στήβεν Ράνσιμαν, «Ή Βυζαντινή Θεοκρατία», ο.π., σ. 11-15.

[55] Βλ. Steven Runciman, Μυστράς, Μετάφραση Πέρ. Κορρέ, Τζίνα Καπατσώρη, Άθήναι 1986, έκδόσεις Μ. Καρδαμίτσα.

[56] Ίδιος, ό.π., σ. 5

 

[57] Ίδιος, ό.π., σ. 197.

[58] ό.π., σ. 172.

[59] ’Ίδιος, ο.π., σ. 173, 174.

 

[60] ’Ίδιος, ό.π., σ. 173, 174

[61] Βλ. Στήβεν Ράνσιμαν, «Ή Μεγάλη Εκκλησία έν αιχμαλωσία», τ. Α’ και Β’, Αθήνα, 1979, έκδόσεις Μπεργαδή.

[62] Ίδιος, ό.π., σ. 81.

[63] Ίδιος, ο.π., σ. 83.

[64] Ίδιος, ο.π., σ. 13, 14.

[65] Ίδιος, ο.π., σ. 89, 90.

[66] ’Ίδιος, ό.π., σ. 698.

[67] Steven Runciman, «Ή Τελευταία Βυζαντινή Άναγέννηση», Μετά­φραση Λάμπρος Καμπερίδης, Cambridge University Press, πρώτη έπανέκ- δοση, 1991, έκδόσεις «ΔΟΜΟΣ».

[68] Ίδιος, ό.π., εξωτερικό οπισθόφυλλο

 

[69] Ίδιος, ό.π.

[70] Ίδιος, ο.π., σ. 13

[71] Λάμπρος Καμπερίδης, Προλεγόμενα του μεταφραστή στο βιβλίο τοϋ Steven Runciman, «Ή τελευταία Βυζαντινή Άναγέννηση», σ. 18, 19.

[72] Στήβεν Ράνσιμαν, ό.π., σ. 21, 22.

[73] Φοίβος Οίκονομίδης, http://www.protoporia.gr/i-istoria ton stavro- forion, σ. 1, 17.11.2006

[74] Στήβεν Ράνσιμαν, Ή ιστορία τών Σταυροφοριών, τ. Γ’, σ. 474 – 475, 1951 – 1954, άνατύπωση 1987 και έλληνική μετάφραση τού Νίκου Παπαρρόδου, 3 τόμοι, Αθήνα 1977 – 1979

[75] Φοίβος Οίκονομίδης, ο.π., σ. 2

[76] Βλ. Στήβεν Ράνσιμαν, Ή ιστορία τών Σταυροφοριών, τ. Γ’, δ.π., και Φοίβος Οίκονομίδης, δ.π., σ. 2

[77] Αγγελική Λαΐου, ό.π., σ. 4.

[78] ’Ίδια, ό.π., σ. 4.

[79] Συνέντευξη Ράνσιμαν μέ δημοσιογράφους Χρύσα Άράπογλου και Λαμπρινή X. Θωμά, ’Οκτώβρης 1994, δ.π., σ. 2, http://fota-olofota.p- blogs.gr

[80] Βλ. «Τό αληθινό Βυζάντιο», Στηβεν Ράνσιμαν, http://fot-olofota.pblogs/2013, ό.π., σ. 5.

[81] ο.π., σ. 7

[82] ο.π., σ. 8.

[83] Βλ. Ό Μέγιστος Βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα, http://anaka- lypsi.blogspot.gr, 7 Αύγουστου 2010, δ.π., σ. 2 (άπο «Ενωμένη Ρωμηοσύ- νη»).

[84] ό.π., σ.3

[85]. ό.π., σ. 4

[86] ο.π., σ. 6

[87] ’Ίδιος, δ.π., σ. 4.11111

[88] ό.π., σ. 4.

[89] ’Ίδιος, ό.π.σ. 5

[90] Στήβεν Ράνσιμαν, Εύτυχώς ύπάρχει ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία, ’Εφημερίδα «Καθημερινή», ο.π., σ. 38. Πηγή: ’Ορθοδοξία καί Ελληνισμός (’Επιμέλεια: ’Άρης Κουτρής, «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ»)

[91] ’Ίδιος,  ό.π.

[92] ’Ίδιος,  ό.π.

[93] ’Ίδιος, ό.π., σ. 38.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.